Τζαβαχαρλάλ Νεχρού, πρωθυπουργός της Ινδίας
Στις 30 Ιανουαρίου του 1948, ο Ινδός ηγέτης Μαχάτμα Γκάντι δολοφονείται από τον ομόθρησκό του, Ναθουράμ Γκόντσε. Ένα χρόνο πριν, είχε υπογραφεί το σχέδιο Μαουντμπάτεν (3 Ιουνίου 1947), οι Βρετανοί αποχωρούσαν από την Ινδία και δύο νέα κυρίαρχα κράτη ιδρύονταν, εκείνα της Ινδίας και του Πακιστάν (15 Αυγούστου 1947).
Οι εξελίξεις είχαν προκάλεσαν τότε μεγάλη απογοήτευση στον Γκάντι, ο οποίος προσπάθησε μάταια να συμβιβάσει τις δύο πλευρές. Στην απόφασή του να αποδεχθεί την ιδέα της διαίρεσης της χώρας του συνέβαλε καθοριστικά η κλιμάκωση της βίας, η οποία θα αποτελούσε μια ανοιχτή πληγή, που σύμφωνα με την πολιτική του φιλοσοφία, ήταν πιθανό να φέρει μεγαλύτερα δεινά στον ινδικό λαό.
Αυτή ακριβώς η κλιμάκωση της βίας, ενός μέσου επίτευξης πολιτικών στόχων του οποίου υπήρξε πάντα πολέμιος, έμελλε να του στοιχίσει την ίδια του τη ζωή.
Ο δολοφόνος του Γκάντι υπήρξε μέλος μιας εξτρεμιστικής ινδουιστικής οργάνωσης που θεωρούσε την πολιτική του Γκάντι ως πολιτική κατευνασμού προς τους μουσουλμάνους της χώρας, υπεύθυνη για τη δημιουργία μουσουλμανικού κράτους σε ινδουιστικό έδαφος, με τη διαίρεση της Ινδίας και τη χορήγηση κονδυλίων στο νεοσύστατο Πακιστάν να κρίνονται γεγονότα προδοτικά.
«Πρώτα σε αγνοούν, μετά σε κοροϊδεύουν, μετά σε πολεμούν, μετά τους νικάς»
Ο Μοχάντας Καραμτσάντ Γκάντι γεννήθηκε στις 2 Οκτωβρίου 1869 στο Πορμπαντάρ της υπό αγγλική κυριαρχία Ινδικής επαρχίας Γκουτζαράτ. Έμεινε γνωστός ως «Μαχάτμα» («Μεγάλη Ψυχή» στα σανσκριτικά), χαρακτηρισμό που φέρεται να του απέδωσε το 1915 ο συμπατριώτης του νομπελίστας ποιητής και στοχαστής, Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ.
Γιος του Καραμτσάντ Γκάντι, κυβερνήτη σ’ ένα από τα πριγκιπάτα του Γκουτζαράτ, μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον, που λάτρευε τον θεό Βισνού και ήταν έντονα επηρεασμένο από το θρησκευτικό κίνημα των Ζαϊνιστών, οι οποίοι αρνούνταν να σκοτώσουν ακόμη και μυρμήγκι. Οι οικογενειακές αρχές της χορτοφαγίας, του μη τραυματισμού οποιουδήποτε ζώντος οργανισμού, της νηστείας ως μεθόδου αυτοκάθαρσης και της ανοχής προς το διαφορετικό, επηρέασαν βαθιά τον Γκάντι.
Ως έφηβος, έζησε μία περίοδο κατά την οποία δήλωνε άθεος, επιδιδόταν σε μικροκλοπές, κάπνιζε κρυφά και έτρωγε ακόμη και κρέας. Μετά το σχολείο, θα φύγει στην Αγγλία για σπουδές, όπου και θα γίνει αντικείμενο χλευασμού από τους συμφοιτητές του λόγω χορτοφαγίας. Εκεί θα ξεπεράσει την εσωστρέφειά του και λίγο αργότερα θα γίνει μέλος της εκτελεστικής επιτροπής του Συλλόγου Χορτοφάγων του Λονδίνου, στην οποία ανήκε και ο θεατρικός συγγραφέας Τζορτζ Μπέρναρντ Σο. Ο Γκάντι θα μελετήσει εκεί ποικίλα θρησκευτικά έργα και πραγματείες, μεταξύ των οποίων και η Βίβλος. Από κει και πέρα στη ζωή του κυριάρχησε ο σεβασμός για κάθε θρησκεία αλλά και για την προσωπική θρησκευτική επιλογή.
Μετά την επιστροφή του στην Ινδία το 1891, ο Γκάντι θα δυσκολευτεί να βρει δουλειά, γι’ αυτό και θα δεχτεί με ανακούφιση μία πρόταση να εργαστεί σε ινδική εταιρεία στη Νότια Αφρική.
«Αυτά που έκανε εκείνος για τη Νότια Αφρική ήταν λιγότερο σημαντικά απ’ ό,τι έκανε η Νότια Αφρική για εκείνον»
Η παραπάνω ρήση ανήκει σε βιογράφους του, οι οποίοι περιγράφουν πώς από δικηγόρος ο Γκάντι μετεξελίχθηκε σε πολιτικό ηγέτη, μέσα από τις σκληρές εμπειρίες του στην έντονα ρατσιστική νοτιοαφρικανική κοινωνία.
Αφού ξυλοκοπήθηκε από τον λευκό οδηγό μιας άμαξας, επειδή αρνήθηκε να παραχωρήσει τη θέση του σ’ έναν λευκό επιβάτη, αφού αποχώρησε από την αίθουσα ενός δικαστηρίου, επειδή ο λευκός δικαστής απαίτησε να βγάλει το τουρμπάνι του, αποφάσισε ότι έκτοτε δεν θα δεχόταν την αδικία.
Επί πολλά χρόνια, αγωνίστηκε υπέρ των δικαιωμάτων των Ινδών μεταναστών στη Νότια Αφρική και εμπνεύστηκε την πολιτική της μη βίας ως μέσο αντίστασης στους καταπιεστές. Αξίζει να σημειωθεί πως το 1914 η κυβέρνηση της Νοτίου Αφρικής παραχώρησε αρκετά από αυτά που ζητούσε ο Γκάντι, όπως την αναγνώριση των ινδικών γάμων και την κατάργηση του κεφαλικού φόρου.
«Δεν κρατούν υπόδουλη την Ινδία τα βρετανικά όπλα, αλλά οι ατέλειες των ίδιων των Ινδών»
Ο Γκάντι επέστρεψε στην Ινδία το 1915 και έκτοτε εγκατέλειψε τη χώρα του μόλις μια φορά, για ένα σύντομο ταξίδι στην Ευρώπη το 1931. Μέσα σε 5 χρόνια αναδεικνύεται σε κυρίαρχη πολιτική φυσιογνωμία της Ινδίας, ενώ επί των ημερών του Ινδικό Εθνικό Κόμμα μετατρέπεται σε μια μαζικότατη πολιτική οργάνωση.
Ο Γκάντι γίνεται γρήγορα ο απόλυτος κήρυκας του ινδικού εθνικισμού και της ειρηνικής άρνησης συνεργασίας με τους αποικιοκράτες.
Ο Ινδός ηγέτης επισκέπτεται ολόκληρη τη χώρα, πρωτοστατώντας σε αλλεπάλληλες εξεγέρσεις του ινδικού λαού, πάντοτε χωρίς τη χρήση βίας, με στόχο την ανεξαρτησία. Παράλληλα, επιχειρεί να αλλάξει αρκετές από τις κοινωνικές συνήθειες των Ινδών, όπως ο γάμος σε πολύ μικρή ηλικία (τον ίδιο τον είχαν παντρέψει οι γονείς του στα 13 του χρόνια με ένα ακόμη μικρότερο κορίτσι).
Όταν το 1919 το Βρετανικό Κοινοβούλιο μέσω της πράξης του Rowlatt παραχώρησε στις αποικιακές δυνάμεις έκτακτες εξουσίες για την αντιμετώπιση του κινήματος που είχε εξαπλωθεί σε ολόκληρη τη χώρα, η τακτική της παθητικής αντίστασης αποκτά γρήγορα εκατομμύρια θιασώτες. Μία διαδήλωση εναντίον της πράξης του Rowlatt στην πόλη Αμριτσάρ θα καταλήξει τότε σε λουτρό αίματος από τις βρετανικές δυνάμεις.
Το 1920 ο Γκάντι προωθεί μία οργανωμένη εκστρατεία μη συνεργασίας. Ινδοί κρατικοί αξιωματούχοι παραιτούνται, οι πολίτες αρνούνταν τη συμμετοχή σε κρατικούς οργανισμούς και τα παιδιά αποχωρούν από τα κρατικά σχολεία.
Το 1922 φυλακίζεται για πρώτη φορά από τους Βρετανούς αποικιοκράτες. Μετά την απελευθέρωσή του ο Γκάντι επικεντρώνεται, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, στο να φέρει πιο κοντά τους ινδουιστές με τους μουσουλμάνους της χώρας, που σταδιακά και με την κατάλληλη «ενθάρρυνση» από τους Βρετανούς άρχισαν να αλληλοαντιμετωπίζονται με καχυποψία.
Το φθινόπωρο του 1924, σε μία από τις πλέον γνωστές «δημόσιες νηστείες» του, ο Γκάντι έκανε απεργία πείνας τριών εβδομάδων για να τους παροτρύνει να ακολουθήσουν τον δρόμο της ειρηνικής συνύπαρξης.
«Η Πορεία του Αλατιού» και η μάχη για την ανεξαρτησία
Το 1930 ο Γκάντι πρωτοστατεί στην «Πορεία του Αλατιού», κατά την οποία χιλιάδες Ινδοί περπάτησαν απόσταση σχεδόν 200 μιλίων προς τη θάλασσα ως ένδειξη διαμαρτυρίας για το μονοπώλιο των Βρετανών σε ένα τόσο σημαντικό και πρώτης ανάγκης προϊόν όπως το αλάτι.
Ο ρόλος του στο συγκεκριμένο περιστατικό θα οδηγήσει στη νέα σύλληψη και φυλάκισή του από τους Βρετανούς. Στη φυλακή ο Γκάντι θα ξεκινήσει ακόμη μία απεργία πείνας για να αποκτήσουν δικαιώματα οι «παρίες», που ήταν σε θέση χειρότερη και από εκείνη της χαμηλότερης κάστας.
Σε αντίθεση με εκείνα που ευελπιστούσαν οι δικαστές του, η φυλάκιση του Γκάντι θα οδηγήσει σε περαιτέρω αντιδράσεις προς τους Βρετανούς αποικιοκράτες, οι οποίοι τελικά θα αναγκαστούν να τον ελευθερώσουν και, έπειτα από σχετικές συνομιλίες μαζί του, να χαλαρώσουν σε κάποιο βαθμό τους σχετικούς κανονισμούς που αφορούσαν την παραγωγή αλατιού.
Το 1931, εκπροσωπώντας το Ινδικό Εθνικό Κογκρέσο, ο Γκάντι θα βρεθεί στο Round Table Conference στο Λονδίνο, με θέμα συζήτησης την ενδεχόμενη παραχώρηση συνταγματικών ελευθεριών στους κατοίκους της Ινδίας.
Το συνέδριο όχι μόνο δεν κατέληξε σε θετικά αποτελέσματα, αλλά ενίσχυσε και τις εντάσεις ανάμεσα στους ινδουιστές και τους μουσουλμάνους της Ινδίας. Παράλληλα, η κατάσταση στη χώρα χειροτέρεψε, με την αποικιακή κυβέρνηση να σκληραίνει τη συμπεριφορά της προς τους Ινδούς και τον Γκάντι να συλλαμβάνεται και να φυλακίζεται για ακόμη μια φορά.
«Ο οφθαλμός αντί οφθαλμού καταλήγει να κάνει όλο τον κόσμο τυφλό»
Στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου μπαίνουν πλέον οριστικά τα θεμέλια της ανεξαρτησίας την Ινδίας. Η δύσκολη θέση στην οποία θα βρεθεί το Λονδίνο έπειτα από τις σημαντικές νίκες των Ιαπώνων θα αναγκάσει τους Βρετανούς να ζητήσουν τη βοήθεια των Ινδών. Σταθερός στη θέση του πως η βία δεν μπορεί να φέρει θετικά αποτελέσματα, ο Γκάντι θα πρωτοστατήσει - καταρχήν - στον αγώνα για να αρνηθεί η Ινδία την οποιαδήποτε παροχή στρατιωτικής βοηθείας. Για την στάση του, θα φυλακιστεί ξανά. Στην ουσία, ωστόσο, η συμμετοχή των Ινδών θα εξασφαλιστεί με αντάλλαγμα το οριστικό τέλος της βρετανικής αποικιοκρατίας.
«Ο αδύναμος δεν μπορεί ποτέ να συγχωρήσει. Η συγχώρεση είναι το χαρακτηριστικό του ισχυρού»
Ο δολοφόνος του Γκάντι, Ναθουράμ Γκόντσε, τον πυροβόλησε τρεις φορές στο στήθος, την ώρα που εκείνος περπατούσε με τις δυο ανιψιές του, με προορισμό του ένα τόπο προσευχής.
Η δίκη διήρκησε περίπου ένα χρόνο. Στις 8 Νοεμβρίου του 1948, ο Γκόντσε καταδικάστηκε σε θάνατο και η ποινή του εκτελέστηκε μια εβδομάδα αργότερα.
Στο διάστημα αυτό, ο πρωθυπουργός της Ινδίας, Τζαβαχαρλάλ Νεχρού, και οι δύο γιοι του Γκάντι, επεδίωξαν να δοθεί χάρη στον δολοφόνο.
Θεωρούσαν πως η εκτέλεση της θανατικής ποινής, θα ήταν προσβολή στη μνήμη του ανθρώπου που πάλεψε όσο κανείς άλλος, εναντίον κάθε μορφής βίας.
«Μια ουγκιά δράσης αξίζει περισσότερο από ένα τόνο διδασκαλίας», είχε πει ο Μαχάτμα Γκάντι. Η δράση του, όσο και ο λόγος του, δεν παύουν να εμπνέουν μέχρι σήμερα ακτιβιστές και κινήματα σε ολόκληρο τον κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου