“ Με μεγάλη δόση κυνισμού απολογήθηκε ο Τάσος Μαντέλης στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής για τη Siemens. Αίσθηση προκαλεί ο τρόπος με τον οποίο ο πρώην υπουργός εξηγεί τη διαφορά μεταξύ της χορηγίας και της δωροδοκίας, αλλά και η επιμονή με την οποία υπερασπίζεται την επιλογή του να λάβει τα χρήματα της Siemens λόγω των υψηλών εξόδων που απαιτεί ο προεκλογικός αγώνας στη Β΄ Αθηνών αυτά, υποστηρίζει, ήταν «ο κακός μου σύμβουλος».
Αναφέρει επίσης σύμφωνα με τα πρακτικά της Εξεταστικής Επιτροπής- ότι από τις «χορηγίες» που έλαβε του περίσσεψαν χρήματα, τα οποία αποταμίευε για επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις και επαναλαμβάνει ότι η χορηγία είναι συνηθισμένη πρακτική την οποία, όπως είπε απευθυνόμενος στους βουλευτές, «ξέρετε και ξέρουμε όλοι»...”
“ Στον κλοιό της δικαιοσύνης οδηγεί τον Τάσο Μαντέλη η ομολογία του ότι έλαβε το 1998 σε λογαριασμό στην Ελβετία 200.000 μάρκα από τη Ζίμενς ως «προεκλογική χορηγία», παρά το σωσίβιο της παραγραφής που του προσφέρει ο νόμος περί ευθύνης υπουργών.
Από χθες ο πρώην υπουργός της κυβέρνησης Σημίτη, για τον οποίο έχουν κλείσει τα σύνορα της χώρας, παύει να είναι στο ποινικό απυρόβλητο και είναι κατηγορούμενος για το κακούργημα του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, αδίκημα που φέρεται ότι τέλεσε μετά τη λήξη των υπουργικών του καθηκόντων.
Αφύπνιση
Την... αφύπνιση των δικαστικών αρχών προκάλεσε η παραδοχή του ενώπιον της Εξεταστικής Επιτροπής ότι έλαβε, εκτός των 200.000 μάρκων, και δεύτερο έμβασμα, το 2000, ύψους 250.000 σε λογαριασμό που άνοιξε ο κουμπάρος του Γ. Τσουγκράνης με την επωνυμία Α. Rocos, χωρίς όμως να γνωρίζει τον αποδέκτη του.”
Είναι μόλις δύο από τα δημοσιεύματα του σημερινού Τύπου που αφορούν την υπόθεση Μαντέλη.
Μια υπόθεση που εισάγει νέα ήθη στον πολιτικό μας βίο, όπως και τον θεσμό της … χορηγίας, όπως χαρακτήρισε ο ίδιος τις … “προσφορές” της Siemens.
Σχολιάζοντας τις εξελίξεις θα θέλαμε να πούμε ότι αυτό που εντυπωσιάζει δεν είναι μόνο αυτό καθαυτό το γεγονός.
Είναι η κυνικότητα και η ωμότητα της παραδοχής από τον πρώην υπουργό των κυβερνήσεων Σημίτη.
Πολύ, επιπλέον, μας εντυπωσιάζουν οι αντιδράσεις του πολιτικού κόσμου, ο οποίος έσπευσε να εκφράσει την «έκπληξή» του, τον «αποτροπιασμό» του, την ανάγκη να «φθάσει το μαχαίρι στο κόκαλο» και να «βγουν όλα στη φόρα».
Ανακάλυψαν, δηλαδή, οι πολιτικοί μας ταγοί την … Αμερική.
Φαίνεται ότι μέχρι σήμερα δεν ήξεραν, δεν άκουσαν, δεν είδαν, όχι μόνο το σχετικό με τη Siemens σκάνδαλο, αλλά και τόσα ακόμη σε όλη την κλίμακα της κρατικής διοίκησης όσο και στη λειτουργία του πολιτικού μας συστήματος.
Δεν είχαν δει και δεν είχαν ακούσει για υπουργούς, βουλευτές και άλλα πολιτικά στελέχη, τα οποία έμπαιναν στον πολιτικό στίβο «πανί με πανί» και σύντομα ζούσαν σα μεγιστάνες.
Δεν είχαν ακούσει για τις πολυποίκιλες σχέσεις πολιτικών κομμάτων με εταιρείες, επιχειρηματίες, οι «δωρεές» των οποίων συνέρεαν στα κομματικά ταμεία.
Δεν είχαν πληροφορηθεί για υποψήφιους βουλευτές, αλλά και για στελέχη σε άλλα επίπεδα των πολιτικών θεσμών, όπως π. υποψήφιοι δήμαρχοι, οι οποίοι δαπανούσαν δεκάδες εκατομμύρια κατά την προεκλογική τους εκστρατεία – και φυσικά τα περισσότερα από αυτά από αδιαφανείς πηγές.
Και το κυριότερο με αδιαφανείς δεσμεύσεις και εξαρτήσεις.
Για τις πολυποίκιλες σχέσεις της πολιτικής εξουσίας – πολιτικών στελεχών – οικονομικών παραγόντων και των Μέσων Ενημέρωσης φαίνεται ότι ούτε γι’ αυτές είχαν ακούσει.
Εκείνο που ενοχλεί, λοιπόν, δεν είναι μόνο το ίδιο το γεγονός.
Είναι και η υποκρισία – το συλλογικό «δούλεμα» απέναντι στην κοινή γνώμη και τους πολίτες.
Η υποκρισία από ένα πολιτικό σύστημα με καθοριστική τη σφραγίδα της διαφθοράς. Ένα σύστημα - όχι της ανοχής – αλλά της συνενοχής και της συγκάλυψης.
Ένα σύστημα το οποίο έχει εξασφαλίσει για τον εαυτό του την ατιμωρησία, την ιδιότυπη «ασυλία», μέσω της συγκάλυψης ή της εικονικής έρευνας και αποτίμησης ευθυνών. Ένα έργο, που έχουν αναλάβει κατά καιρούς δεκάδες εξεταστικές επιτροπές οι οποίες – τι περίεργο ! – δεν καταλήγουν συνήθως πουθενά.
Ένα πολιτικό σύστημα που αυτοτροφοδοτείται και ανατροφοδοτείται μέσω του σφικτού εναγκαλισμού με τον κρατικό μηχανισμό, την προνομιακή σχέση με τα ΜΜΕ ( τουλάχιστον τα κυρίαρχα ), τη διαχείριση του δημόσιου χρήματος και των κρατικών επιχορηγήσεων στα κόμματα.
Ένα σύστημα, το οποίο πλέον απευθύνεται σε πολύ «λίγους» ή σε εκείνους, οι οποίοι δίκην « κληρονομικής αριστοκρατίας » διαθέτουν τους διαύλους για μια άνετη πρόσβαση στην εξουσία, ή επίσης στους ευνοούμενους των κομματικών ηγεσιών και των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων.
Ένα σύστημα οι πολιτικοί ηγέτες του οποίου αντιμετωπίζονται από το μέσο επιχειρηματία τελείως απαξιωτικά γιατί γνωρίζει την εξάρτησή τους από τα επιχειρηματικά συμφέροντα τα οποία υποτίθεται ότι ελέγχουν ή και καταγγέλλουν.
Ένα πολιτικό σύστημα σε μια κατ’ επίφαση δημοκρατία το οποίο φαλκιδεύει και χειραγωγεί με όλους τους τρόπους την έννοια της «λαϊκής αντιπροσώπευσης».
Ενώ η έννοια του ελέγχου και της απόδοσης ευθυνών αποτελεί κενό γράμμα σ’ αυτή τη νοσούσα «δημοκρατία».
Υποκρισία, λοιπόν, και μάλιστα κραυγαλέα.
Αυτό ισχύει και για ένα τμήμα της κοινωνίας το οποίο «ξαφνιάστηκε» από το γεγονός.
Ένα τμήμα της κοινωνίας το οποίο, όμως, έχει αποδεχτεί αυτό το ‘πολιτικό παίγνιο» και το οποίο έχει ενσωματωθεί πλήρως στο σύστημα των πελατειακών σχέσεων και υιοθετεί ανάλογα πρότυπα στη ζωή του.
Έτσι ώστε άνθρωποι και πολίτες που προσπαθούν να διατηρήσουν την αξιοπρέπειά τους, που επιμένουν να απαιτούν να υπάρχουν στην πολιτική αξίες και αρχές – να εξοβελίζονται, να περιθωριοποιούνται, να αισθάνονται «παρίες» στον ίδιο τους τον τόπο, στην ίδια τους τη ζωή.
Βαριά, λοιπόν, και σχεδόν ανίατη η ασθένεια του πολιτικού μας συστήματος.
Και είναι τελείως αμφίβολο αν και κατά πόσο μπορεί να προκύψει λύση διαφορετική από το υπάρχον πολιτικό σκηνικό – έστω και αν κάποιοι ευαγγελίζονται τη «Νέα Μεταπολίτευση» - ή αν απαιτείται ριζική ανατροπή του.
Αυτό βέβαια θα το δείξει η Ιστορία, όπως πολύ καλά το έχει κάνει και άλλες φορές στο παρελθόν.
Εμείς παρουσιάζουμε σήμερα ένα παλιότερο άρθρο του Μανόλη Ανδρόνικου δημοσιευμένο στο «Βήμα».
Έτσι για να μαθαίνουμε και στον τόπο «που γέννησε τη δημοκρατία» πώς λειτουργούσαν οι δημοκρατικοί θεσμοί.
Όχι βεβαίως γιατί πιστεύουμε ότι υπάρχουν αντιστοιχίσεις και αναλογίες με την εποχή στην οποία αναφέρεται το άρθρο.
Απλώς, θεωρούμε ότι η έννοια της πολιτικής ευθύνης, η λογοδοσία και ο ουσιαστικός έλεγχος από το σώμα των πολιτών και τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, δεν πρέπει να διαγραφούν από το πολιτικό λεξιλόγιο.
Μανόλης Ανδρόνικος
Η Αθηναϊκή Δημοκρατία
« Το ίδιο αίσθημα του απλού πολίτη οδηγεί στην αθηναϊκή Δημοκρατία. Αυτός θα αποφασίσει για τη μοίρα της πόλης του, αυτός θα δικάσει τις παρανομίες του, αυτός θα κυβερνήσει την πολιτεία του. Με την Κλεισθένεια και αργότερα την Περίκλεια οργάνωση όλοι οι πολίτες πρέπει να πάρουν επάνω τους το βάρος των αποφάσεων. Η εκκλησία του Δήμου, μια μοναδική στην παγκόσμια ιστορία συνέλευση του συνόλου των πολιτών, έχει το βαρύ και όχι σπάνια τραγικό δικαίωμα να αποφασίσει για όλα. Δεν είναι μια ευθύνη μεταθετή στους άρχοντες ούτε καν σε εκλεγμένους αντιπροσώπους. Όμως θα ήταν λάθος να εντοπίσουμε την πεμπτουσία της αθηναϊκής δημοκρατίας στην εκκλησία του Δήμου. Γιατί θα ήταν απλοϊκό να φαντασθούμε πως θα μπορούσε να λειτουργήσει ένα κράτος σαν το αθηναϊκό με μόνο αποφασιστικό όργανο την εκκλησία του Δήμου, που συνερχόταν τέσσερις φορές στις 35 μέρες της κάθε πρυτανείας.
Πολύ πιο αποφασιστικό και αποφασιστικό ρόλο έπαιζε η Βουλή και ορισμένοι άρχοντες. Ο τρόπος επιλογής των βουλευτών και των αρχόντων – και δίπλα σ’ αυτούς και των δικαστών – αποτελεί το κρίσιμο στοιχείο που καθορίζει καίρια την αθηναϊκή δημοκρατία. Εκτός από λίγους άρχοντες που ήταν ανάγκη να έχουν ειδικές γνώσεις, όλοι οι άλλοι – πρώτα πρώτα οι βουλευτές – εκλέγονται με κλήρο. Την απίστευτη για μας μέθοδο του κλήρου συμπλήρωνε μια δεύτερη αρχή, που εξασφάλιζε, όσο είναι ανθρώπινα δυνατό, την ουσία της δημοκρατίας. Κανένας δεν μπορούσε να εκλεγεί στο ίδιο αξίωμα δυο φορές στη ζωή του, εκτός μονάχα σε πολύ λίγες περιπτώσεις.
Οι δυο αυτές αρχές όχι μονάχα συμπληρώνουν η μια την άλλη, αλλά είναι τόσο αλληλένδετες, ώστε ουσιαστικά εκφράζουν μια και μόνη δημοκρατική πίστη: ότι όλοι οι πολίτες έχουν και το δικαίωμα και την υποχρέωση να αναλάβουν τις ευθύνες της εξουσίας.
Αν όμως οι δημοκρατικές αυτές αρχές άφηναν ελεύθερη την πρόσβαση στην εξουσία για κάθε αθηναίο πολίτη, η πολιτεία φρόντισε να πάρει ορισμένα μέτρα, για να εξασφαλίσει τα συμφέροντα του κράτους από ενδεχόμενες ατασθαλίες και καταχρήσεις.
Έτσι καθιέρωσε έναν προληπτικό και έναν κατασταλτικό έλεγχο. Ο πρώτος ονομαζόταν «δοκιμασία». Κάθε πολίτης που είχε εκλεγεί άρχων ή βουλευτής, είτε με ψήφο είτε με κλήρο, ήταν υποχρεωμένος να περάσει τη «δοκιμασία» προτού αναλάβει τα καθήκοντά του. οι εννέα άρχοντες – το ανώτατο σώμα – περνούσαν διπλή δοκιμασία, μια πρώτη μπροστά στη Βουλή και μια δεύτερη μπροστά σε λαϊκό δικαστήριο. Όλοι οι άλλοι περνούσαν μόνο μία. Οι άρχοντες στο δικαστήριο, οι βουλευτές στη Βουλή που αποχωρούσε. Όλοι έπρεπε να αποδείξουν πως ήταν αθηναίοι πολίτες τρίτης γενιάς, πως είχαν οικογενειακό τάφο, πως τελούσαν τις παραδοσιακές τελετές του Απόλλωνα και του Δία, πως είχαν πληρώσει τους φόρους των, είχαν εκτελέσει τη στρατιωτική τους θητεία και φέρονταν με σεβασμό στους γονείς των. Η δοκιμασία ήταν δημόσια και μπορούσε ο κάθε πολίτης να προσβάλει την ακρίβεια της κατάθεσης, με αποτέλεσμα να προκληθεί δημόσια δίκη.
Ο δεύτερος έλεγχος γινόταν ύστερα από τη λήξη της αρχής. Ήταν η λεγόμενη «εύθυνα» ή «εύθυναι». Κάθε άρχων που είχε διαχειρισθεί δημόσια χρήματα έδινε λόγο της δαπάνης στους «λογιστές». Αλλά και πέραν αυτού, όλοι έπρεπε να δώσουν λόγο για κατηγορίες πολιτών που είχαν διατυπωθεί εναντίον τους στη διάρκεια της αρχής τους σ’ ένα σώμα δέκα προσώπων που καλούνταν «εύθυνοι». Έτσι η δημοκρατία της Αθήνας, ανοικτή σε όλους τους πολίτες, φρόντιζε να εξασφαλίζει όχι μονάχα την έντιμη διαχείριση των δημοσίων χρημάτων, αλλά και τη νόμιμη άσκηση της εξουσίας.
Πρέπει επίσης να προσθέσουμε πως η αθηναϊκή δημοκρατία από την αρχή της λειτουργίας της πρόβλεψε τον κίνδυνο κατάλυσής της από φιλόδοξους πολιτικούς και καθιέρωσε τον θεσμό του «οστρακισμού». Αλλά και σε κρίσιμες για τη Δημοκρατία περιστάσεις η εκκλησία του Δήμου έπαιρνε εξαιρετικά μέτρα για την προστασία της. Έτσι στα 410 π.Χ. με το «ψήφισμα του Δημοφάντου» ανανεώνει έναν παλιό Σολώνειο νόμο, που θέτει εκτός νόμου όποιον συνομωτεί κατά της Δημοκρατίας. Το ψήφισμα αυτό ανανεώνεται και επαναλαμβάνεται ουσιαστικά με τον νόμο που ψηφίστηκε ύστερα από πρόταση του Ευφράτη στα 336 π.Χ.. Δυστυχώς ούτε αυτός ο νόμος μπόρεσε να αποτρέψει την κατάλυση της Δημοκρατίας. Αυτή όμως συντελέστηκε από τους Μακεδόνες κατακτητές, όταν ο Αντίπατρος εγκατέστησε το 322 π.Χ. μακεδονική φρουρά στη Μουνιχία. Ο μακεδόνας στρατηγός θα απαιτήσει και θα επιτύχει και κάτι ακόμα: να του παραδώσουν οι Αθηναίοι τους ηγέτες της δημοκρατικής μερίδας: τον Δημοσθένη, τον Υπερείδη, τον Ιμεραίο, τον Αριστόνικο και τον Ευκράτη. Ο Δημοσθένης, γνωρίζοντας τι τον περιμένει, πήρε δηλητήριο και αυτοκτόνησε. Οι άλλοι τέσσερις είχαν μαρτυρικό τέλος.
Αυτός ήταν ο τραγικός επίλογος της αθηναϊκής δημοκρατίας. Ένας καινούργιος κόσμος είχε κιόλας γεννηθεί, ο κόσμος των μεγάλων μακεδονικών βασιλείων ».
- άρθρο στο Βήμα -