Σάββατο 15 Μαρτίου 2014

Η ώρα της κρίσης πλησιάζει στην Κριμαία – παραμένουν οι διαφωνίες ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Ρωσία. Χωρίς ουσιαστική πρόοδο οι συνομιλίες Κέρυ – Λαβρόφ


 Παρουσιάζουμε σήμερα ανταπόκριση της “Russia Today”  σχετικά με τις τελευταίες συνομιλίες ανάμεσα στους υπουργούς εξωτερικών Ρωσίας – ΗΠΑ και τις κινήσεις στη διπλωματική σκακιέρα.

 « Οι συνομιλίες ΗΠΑ-Ρωσίας σχετικά με την Ουκρανία δεν έχουν εξομαλύνει τις  διαφορές των δύο χωρών, με την Ουάσιγκτον, να υποστηρίζει ότι δεν θα αναγνωρίσει τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος της Κριμαίας και να προειδοποιεί τη Ρωσία για την επιβολή κυρώσεων, ενώ η Μόσχα επανέλαβε  ότι θα σεβαστεί την επιλογή που θα προκύψει από το δημοψήφισμα.



  Οι υπουργοί εξωτερικών της Ρωσίας, Σερκέι Λαβρόφ και των ΗΠΑ, Τζον Κέρυ, συναντήθηκαν την Παρασκευή στο Λονδίνο για ένα νέο γύρο συνομιλιών  για την Ουκρανία, σε μια προσπάθεια εξεύρεσης διπλωματικής λύσης στην πολιτική κρίση στη χώρα. Μετά από έξι ώρες συνομιλιών – που τις χαρακτήρισαν "χρήσιμες" και "εποικοδομητικές" – και οι δύο πλευρές παραδέχθηκαν ότι οι διαφορές παραμένουν.

  "Δεν έχουμε ένα κοινό όραμα, όσον αφορά τα πρακτικά βήματα που οι ξένες χώρες – εταίροι της Ουκρανίας - θα μπορούσαν να κάνουν. «Αλλά οι συνομιλίες ήταν ασφαλώς χρήσιμες για να σχηματίσουμε μια καλύτερη ιδέα για το πώς θα κατανοήσουμε ο ένας τον άλλο στην παρούσα κατάσταση,» δήλωσε ο Λαβρόφ στους δημοσιογράφους.


Οι εντάσεις μεταξύ Μόσχας και της Δύσης έχουν ενταθεί ιδιαίτερα καθώς η Αυτόνομη Δημοκρατία της Κριμαίας προετοιμάζεται για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το αν θέλει να παραμείνει μέρος της Ουκρανίας, ή να συνενωθεί με τη Ρωσία.


‘Κανείς δεν θα ακυρώσει το δικαίωμα αυτοδιάθεσης’

  Η Μόσχα τονίζει ότι θα σεβαστεί την επιλογή της  Κριμαίας αλλά θα κάνει τα σχόλια της μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων και, όπως δήλωσε ο  Λαβρόφ, περαιτέρω εκμετάλλευση επί του παρόντος των γεγονότων δεν έχει κανένα νόημα.

«Κανένας δεν έχει το δικαίωμα να ακυρώσει το δικαίωμα του λαού της Κριμαίας που είναι κατοχυρωμένο στο Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών» δήλωσε ο Λαβρόφ.

  Οι ΗΠΑ, ωστόσο, υποστηρίζουν ότι το επερχόμενο δημοψήφισμα είναι παράνομο και προειδοποιούν ότι δεν πρόκειται να αναγνωρίσουν το αποτέλεσμα.

 «Πιστεύουμε ότι το δημοψήφισμα είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα της Ουκρανίας, σε αντίθεση με το διεθνές δίκαιο, διεξάγεται κατά παράβαση του νόμου αυτού, και είναι παράνομο», δήλωσε ο Κέρυ. "Ούτε εμείς, ούτε η διεθνής κοινότητα θα αναγνωρίσουν τα αποτελέσματα αυτού του δημοψηφίσματος".



  Νωρίτερα, ο πρόεδρος Πούτιν σημείωσε ότι το δικαίωμα να καθορίσουν το μέλλον τους, που χορηγήθηκε στους Αλβανούς του Κοσσυφοπεδίου δεν μπορεί να αμφισβητηθεί στους Κριμαίους ή στους κατοίκους άλλων περιοχών.

  Η Δύση, ωστόσο, αρνείται να δεχτεί τον παραλληλισμό μεταξύ Κοσσυφοπεδίου και Κριμαίας, λέγοντας ότι είναι μια διαφορετική ιστορία. Όπως η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ το έθεσε νωρίτερα αυτήν την εβδομάδα,  "η κατάσταση δεν είναι καθόλου παρόμοια με αυτό που συμβαίνει σήμερα στην Ουκρανία".

Ο Σεργκέι Λαβρόφ σημείωσε την Παρασκευή ότι η Κριμαία έχει ιδιαίτερη σημασία για τη Ρωσία.

"Αν οι δυτικοί εταίροι μας  υποστηρίζουν ότι το Κοσσυφοπέδιο είναι ειδική περίπτωση, απαντάμε σ’ αυτό το επιχείρημα ότι η Κριμαία είναι ακόμα πιο ιδιαίτερη. Η Κριμαία είναι μια υπόθεση που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ξεχωριστά από την ιστορία,", δήλωσε ο υπουργός. "Για τη Ρωσία, η Κριμαία σημαίνει αδιαμφισβήτητα  περισσότερο από τα νησιά Κομόρες για τη Γαλλία και οι Νήσοι Φόκλαντ για τη Βρετανία".


Η Ρωσία δεν έχει κανένα σχέδιο «εισβολής» στην Ουκρανία

  Σύμφωνα με τον Λαβρόφ, κατά τη διάρκεια των συνομιλιών με τον  Κέρι, η  Μόσχα δεν απείλησε με κανένα είδους κυρώσεις πάνω στην Ουκρανία, προσθέτοντας ότι οι εταίροι της Ρωσίας κατανοούν ότι οι κυρώσεις θα ήταν αντιπαραγωγικές.

«Οι εταίροι μας επίσης κατανοούν ότι οι κυρώσεις είναι ένα αντιπαραγωγικό μέσο. Εάν μια τέτοια απόφαση λαμβάνονταν στις δυτικές πρωτεύουσες, αυτό θα ήταν δική τους απόφαση,", δήλωσε ο Λαβρόφ. «Αλλά αυτό σίγουρα δεν θα ήταν προς όφελος των αμοιβαίων συμφερόντων, καθώς και για την ανάπτυξη της συνεργασίας μας».

  Ο διπλωμάτης υπογράμμισε, επίσης, ότι η Ρωσία δεν έχει και "δεν μπορεί να έχει" οποιαδήποτε σχέδια για να εισβάλει στις νοτιοανατολικές περιοχές της Ουκρανίας.

  Σημείωσε ότι χάρη στα πρόσθετα μέτρα και στις δημόσιες ομάδες αυτοάμυνας – που δημιουργήθηκαν για να αποφευχθεί  η επανάληψη παρόμοιων γεγονότων με αυτά στην πλατεία Μαϊντάν στο Κίεβο - δεν υπήρξαν παραβιάσεις του δικαίου στην Κριμαία.

Οι ΗΠΑ έτοιμες να «απαντήσουν άμεσα» στο δημοψήφισμα της Κριμαίας

 Μιλώντας μετά τις συνομιλίες, ο Κέρυ δήλωσε ότι ο Πρόεδρος Ομπάμα έκανε σαφές ότι θα υπάρξουν «συνέπειες εάν η Ρωσία δεν βρει έναν τρόπο να αλλάξει πορεία».

 «Δεν το λέμε ότι ως απειλή, λέμε, όμως, ότι αυτό προκύπτει ως άμεση συνέπεια των επιλογών τους,» πρόσθεσε ο Κέρυ. «Αν η Ρωσία παγιοποιήσει τα γεγονότα στο έδαφος της Κριμαίας που αυξάνουν τις εντάσεις ή που απειλούν το λαό της Ουκρανίας, τότε προφανώς επιζητά μια ακόμη μεγαλύτερη απάντηση και θα υπάρξει μεγαλύτερο κόστος.»

   Ο Kέρυ δήλωσε, επίσης, ότι η χώρα του εκφράζει τη «βαθιά ανησυχία της για τη μεγάλη ανάπτυξη των ρωσικών δυνάμεων στην Κριμαία και κατά μήκος των ανατολικών συνόρων της Ουκρανίας»

  Άφησε να εννοηθεί ότι θα πρέπει να ανακληθούν πίσω όλες οι στρατιωτικές δυνάμεις, ενώ η διπλωματία εργάζεται, και η πρόταση αυτή, μαζί με άλλες προτάσεις των ΗΠΑ, θα γίνει στον Πούτιν.

  Στο μεταξύ, ο Λευκός Οίκος έχει ήδη χαρακτηρίσει ως «λυπηρή» αυτό που ονομάζει ως αποτυχία της Ρωσίας να προωθήσει την αποκλιμάκωση της ‘έντασης και προειδοποιεί ότι θα απαντήσει ταχύτατα στο δημοψήφισμα της 16ης Μαΐου.

“Βρισκόμαστε, προφανώς, σε μια κατάσταση όπου η Ρωσία δεν έχει επιλέξει την αποκλιμάκωση, όπου η Ρωσία δεν έχει επιλέξει μια διαδρομή της επίλυσης της κατάστασης, ειρηνικά, και μέσω της διπλωματίας. Αυτό είναι λυπηρό. Θα πρέπει να εξετάσουμε πώς θα εξελιχτούν οι προσεχείς ημέρες" δήλωσε ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, Τζέι Κάρνεϋ, ανέφερε το Reuters. "Είμαστε έτοιμοι να απαντήσουμε στο δημοψήφισμα που θα διεξαχθεί την Κυριακή."

Η Μόσχα αντιτίθεται στη «διαστρέβλωση των εννοιών»

  Οι δυο πλευρές, επίσης, συζήτησαν την πρόταση της Δύσης για τη δημιουργία μιας διεθνή ομάδα επαφής για την εξεύρεση λύσης στην ουκρανική πολιτική κρίση. Ο Λαβρόφ δήλωσε ότι η Μόσχα διαφωνεί με την προτεινόμενη μορφή.

  Όπως προτείνουν οι Δυτικοί, ο σκοπός μιας τέτοιας ομάδας θα ήταν η προώθηση «ενός απευθείας διαλόγου μεταξύ Μόσχας και Κιέβου».

 «Πιστεύουμε ότι πρόκειται για  σαφή αλλοίωση  των εννοιών, δεδομένου ότι η κρίση δεν οφείλεται σε  σφάλμα της Ρωσικής Ομοσπονδίας,», δήλωσε ο Λαβρόφ».



Βλέπουμε, δηλαδή, ότι η διπλωματική ένταση παραμένει αμείωτη. Θα λέγαμε μάλλον ότι κορυφώνεται εν όψει και του δημοψηφίσματος της Κριμαίας.
Η καθεμιά πλευρά θέτει τα δικά της επιχειρήματα και «όπλα» στην σκακιέρα των διαπραγματεύσεων και των ανοικτών ή και κρυφών απειλών.

Το σίγουρο είναι ότι προσανατολίζονται σε μια διαφορετική πραγματικότητα στο ταραγμένο κα ευαίσθητο αυτό χώρο.


Μένει να δούμε και την πορεία των πραγμάτων τις επόμενες μέρες. 

Παρασκευή 14 Μαρτίου 2014

Διχάζει το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας


Σε δημοσίευμα η Deutsche Welle θίγει ένα πολύ ενδιαφέρον ζήτημα:  το πρόβλημα που δημιουργεί το τεράστιο εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας.

« Ανάμεικτες αντιδράσεις προκαλεί η πρόσφατη «επίπληξη» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς τη Γερμανία για το εμπορικό πλεόνασμα της χώρας, το οποίο πέρσι σημείωσε ιστορικό ρεκόρ, πλησιάζοντας τα 200 δισεκατομμύρια ευρώ.

Για πρώτη φορά, η Κομισιόν ανακοίνωσε στις αρχές Μαρτίου ότι το γερμανικό πλεόνασμα καταγράφεται και επισήμως ως «οικονομική ανισορροπία» που απειλεί την εύρυθμη λειτουργία της ευρωζώνης. Μέχρι σήμερα οι επιπλήξεις αφορούσαν μόνο χώρες με υπερβολικό έλλειμμα, όπως η Ελλάδα. Σύμφωνα με τα ισχύοντα, ένα εμπορικό πλεόνασμα πάνω από 6% του ΑΕΠ θεωρείται «ανισορροπία» και επισύρει κυρώσεις, όπως συμβαίνει και με ένα έλλειμμα προϋπολογισμού άνω του 3%.



Το ενδεχόμενο να επιβληθούν κυρώσεις σε μία «χώρα πλεονάσματος», όπως η Γερμανία, θεωρείται βέβαια απίθανο, καθώς αυτό δεν έχει γίνει ούτε σε «χώρες ελλείμματος». Άλλωστε η ίδια η Κομισιόν ξεκαθαρίζει ότι το πλεόνασμα «δεν αυξάνει το ρίσκο στον ίδιο βαθμό με τα μεγάλα ελλείμματα». Τί γίνεται λοιπόν; Μία πρώτη εκτίμηση από τον Γερμανό ευρωβουλευτή και αντιπρόεδρο της κοινοβουλευτικής ομάδας του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος Μάνφρεντ Βέμπερ: «Κατ΄αρχήν πρέπει να σεβαστούμε το ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διερευνά τις οικονομικές ανισορροπίες για όλες τις χώρες της ευρωζώνης. Η ίδια η Γερμανία είχε συνυπογράψει τη σχετική απόφαση, άρα η γερμανική κυβέρνηση ασφαλώς αποδέχεται το ότι υπόκειται και η ίδια στην κρίση της Κομισιόν. Ωστόσο θεωρώ ότι δεν είναι σωστό να διαπομπεύεται η χώρα που έχει καλές οικονομικές επιδόσεις και είναι η ατμομηχανή της Ευρώπης. Από επιστημονικής απόψεως η διαδικασία είναι ορθή, αλλά σε πολιτικό επίπεδο δεν θα ήταν σωστό να αποδυναμώσουμε τον ισχυρό» λέει ο Γερμανός ευρωβουλευτής στην Deutsche Welle.

«Περισσότερες εισαγωγές, όχι λιγότερες εξαγωγές»

Η Κομισιόν ξεκαθαρίζει ότι δεν απαιτεί από τη Γερμανία να εξάγει λιγότερο για να εξάγουν οι άλλοι περισσότερο. Αυτό που απαιτεί από τη Γερμανία είναι να εισάγει εκείνη περισσότερο, αλλά και να ενισχύσει την εσωτερική ζήτηση μέσω μισθολογικών αυξήσεων και εγχώριων επενδύσεων. Δεν φαίνεται πάντως να αμφισβητείται η λογική των μισθολογικών αυξήσεων σε επίπεδα χαμηλότερα από τη βελτίωση της παραγωγικότητας. Το σχόλιο από τον ευρωβουλευτή Μάνφρεντ Βέμπερ: «Νομίζω ότι η ίδια η Επιτροπή πρέπει να προχωρήσει σε βάθος, να κάνει συγκεκριμένες προτάσεις για το τί μέλλει γενέσθαι. Αλλά και η Γερμανία από την πλευρά της πρέπει να σκεφτεί εντατικά πώς μπορεί να ενισχύσει την εσωτερική ζήτηση και τις επενδύσεις, ώστε να μειωθούν οι ανισορροπίες».

Έντονη κριτική στο γερμανικό πλεόνασμα εκφράζει η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Αριστεράς στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Γκάμπυ Τσίμερ. «Το 2013 η Γερμανία κατέγραψε εμπορικό πλεόνασμα-ρεκόρ, που φτάνει τα 199 δισεκατομμυρίων ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ευθύνη για τις οικονομικές ανισορροπίες στην ΕΕ, όπου τα χρέη του ενός είναι τα κέρδη του άλλου» λέει η Γκάμπυ Τσίμερ στην Deutsche Welle. «Εάν η Γερμανία πανηγυρίζει γιατί εξέρχεται αλώβητη από την κρίση, αυτό οφείλεται και στις μισθολογικές περικοπές και στον χαμηλό πληθωρισμό, κάτι που ωστόσο δυσχεραίνει την προσπάθεια των άλλων χωρών να αποπληρώσουν τα χρέη τους».

Στην Γερμανία το κόμμα της Αριστεράς είναι αξιωματική αντιπολίτευση μετά τον σχηματισμό της «κυβέρνησης μεγάλου συνασπισμού» με τη συμμετοχή του χριστιανοδημοκρατικού κόμματος της Άνγκελα Μέρκελ και των σοσιαλδημοκρατών. Η Γκάμπυ Τσίμερ υποστηρίζει ότι τα πρώτα δείγματα του νέου οικονομικού επιτελείου δεν δείχνουν διάθεση να τιθασευθεί το πλεόνασμα. «Αυτό που έχω ακούσει μέχρι στιγμής από τον κ.Γκάμπριελ, τον υπουργό Οικονομίας, είναι ότι θα έλυνε το πρόβλημα με την καθιέρωση ελάχιστου ωρομισθίου. Κατά την άποψή μου δεν αρκεί αυτό, καθώς το ελάχιστο ημερομίσθιο θα κυμαίνεται σε χαμηλά επίπεδα. Επιπλέον, δεν γνωρίζουμε αν η γερμανική βιομηχανία θα επανεπενδύσει στην ίδια τη Γερμανία το πλεόνασμα που έχει πετύχει» λέει η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Αριστεράς.

Ανέφικτη η «κοινοτικοποίηση» του πλεονάσματος
Μία διαφορετική άποψη εκφράζει ο Φρανκ Ένγκελ, ευρωβουλευτής από το Λουξεμβούργο: το πρόβλημα δεν είναι το πλεόνασμα καθαυτό, αλλά το ότι δεν υπάρχει η δυνατότητα για «κοινοτικοποίηση» του πλεονάσματος, υποστηρίζει ο ευρωβουλευτής των χριστιανοδημοκρατών.
«Το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει δυνατότητα, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, να απορροφήσουμε τις όποιες ανισορροπίες, θετικές ή αρνητικές» τονίζει ο Ένγκελ. «Κανονικά, το να εξάγει κανείς πολύ περισσότερο από τους άλλους, είναι πολύ ευχάριστο για όλους τους Ευρωπαίους, αυτό το λένε και οι Γερμανοί. Εμείς θα μπορούσαμε να τους πούμε ότι αν είναι έτσι, το κέρδος από το πλεόνασμα θα μπορούσε να διαχέεται σε όλους. Υποθέτω βέβαια ότι θα απέρριπταν μία τέτοια πρόταση, λέγοντας ότι το κέρδος από το πλεόνασμα ανήκει αποκλειστικά σε εκείνον που πέτυχε το πλεόνασμα. Και εκεί βρίσκεται το πρόβλημά μας.»

Πράγματι, η «κοινοτικοποίηση» του πλεονάσματος δεν φαίνεται πολύ πιθανή, όπως άλλωστε δεν θεωρείται εφικτή και η «κοινοτικοποίηση» των ελλειμμάτων. Σε κάθε περίπτωση, η Κομισιόν δεν βάζει την υπόθεση στο συρτάρι και περιμένει την τοποθέτηση της Γερμανίας μέχρι τον Απρίλιο, ώστε να υποβάλει συγκεκριμένες προτάσεις, πιθανότατα μέσα στο καλοκαίρι.»

Με απλούστερα λόγια:

Η Γερμανία εκμεταλλευόμενη τη θέση ισχύος που κατέχει από τη μια έχει επιβάλει τη σιδερένια λιτότητα στραγγαλίζοντας άλλες χώρες της ΕΕ, ειδικότερα τις χώρες του Νότου.

Και από την άλλη συσσωρεύει κέρδη είτε μέσω των αυξημένων της εξαγωγών, είτε – βεβαίως – και από την υπερεκμετάλλυση των χωρών του Νότου μέσω των προγραμμάτων «σωτηρίας» τους και του υπερδανεισμού.

Έτσι, ενισχύει ακόμη περισσότερο τη θέση της.
Κρατά «ικανοποιημένη» μερικώς τη δική της κοινή γνώμη – τη χρονιά που πέρασε, άλλωστε, παρά τη γενικευμένη λιτότητα, η ίδια προχώρησε σε αυξήσεις μισθών σε πολλούς κλάδους εργαζομένων.


Προχωράμε με αυτό τον τρόπο σε μια ακόμη «γερμανικότερη» Ευρώπη, σε ακόμη μεγαλύτερη υποβάθμιση άλλοτε ισχυρών εταίρων, όπως η Γαλλία, και στην περιθωριοποίηση και σε μετατροπή σε οικονομικές αποικίες των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου. 

Πρώτο κόμμα η «αδιευκρίνιστη ψήφος» ! – σχετική ισορροπία ανάμεσα στο ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ καταγράφει δημοσκόπηση για την «Εφημερίδα των Συντακτών»


  Εξαιρετικά θολό τοπίο εν όψει Ευρωεκλογών δείχνει δημοσκόπηση της Public Issue για την Εφημερίδα των Συντακτών με τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ να είναι ισόπαλοι σε πολύ χαμηλά ποσοστά και «Το Ποτάμι» στην τρίτη θέση. Σε επίπεδα-ρεκόρ η αδιευκρίνιστη ψήφος (41%), ενώ μοιρασμένες είναι οι γνώμες των πολιτών σχετικά με το πόσο ενδιαφέρουσες είναι οι Ευρωεκλογές.



  Στην πρόθεση ψήφου υπάρχει ισοδυναμία ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ στο χαμηλό του 15,5%, ενώ στην κατάταξη ακολουθούν: Το Ποτάμι 7%, ΚΚΕ 5%, Χρυσή Αυγή 4,5%, ΠΑΣΟΚ 3,5%, ΑΝ.ΕΛΛ. 2,5%, ΔΗΜΑΡ 1,5%, Λοιπά 4%. Στο ποσοστό της «αδιευκρίνιστης» αθροίζονται το 19,5% των αναποφάσιστων, το 12,5% που δεν προτίθεται να ψηφίσει, το 3,5% που επιλέγει «Λευκό/άκυρο» και το 5,5% που επιλέγει «Δεν γνωρίζω/δεν απαντώ».

  Στην παράσταση νίκης, πάντως, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ισχυρό προβάδισμα με 52% έναντι 33% της Νέας Δημοκρατίας, ενώ το 15% επιλέγει την απάντηση «Κανένας/ χωρίς γνώμη». Το 39% των ερωτηθέντων εκτιμά ότι θα κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ «με μικρή διαφορά» και το 13% «με μεγάλη διαφορά», ενώ, αντιστοίχως, το 30% απαντά ότι νικητής θα είναι η Ν.Δ. «με μικρή διαφορά» και το 4% «με μεγάλη διαφορά». Το 15% λέει «κανένας» ή δεν εκφράζει γνώμη.

  Εξάλλου, σε ερώτημα (σ.σ. είχε δημοσιευτεί στο χθεσινό φύλλο της εφημερίδας) για το ποιος είναι ο καταλληλότερος για πρωθυπουργός της χώρας, ο Αντώνης Σαμαράς προηγείται με 40% και ακολουθεί ο Αλέξης Τσίπρας με 30%, ενώ ένα 27% του δείγματος απαντάει «κανένας από τους δυο». Η γεωγραφική κάλυψη της τηλεφωνικής έρευνας είναι πανελλαδική και πραγματοποιήθηκε το διάστημα 4 έως 10 Μαρτίου 2014.

Προφανώς πολλά μπορούν να αλλάξουν μέχρι τις ευρωεκλογές που, ίσως, αποδειχτούν – υπό προϋποθέσεις – σημείο κλειδί για τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα μας.


Παραμένει, ωστόσο, το γεγονός ότι μεγάλος μέρος της κοινωνίας και των πολιτών μένει ακάλυπτο από τα σημερινά κόμματα, τις εξαγγελίες και την πολιτική που εφαρμόζουν. 

Διαβάστε αναλυτικά τη σημερινή δημοσκόπηση της «Εφημερίδας των Συντακτών»

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

Ετοιμαστείτε για μια ρωσο-γερμανική Ευρώπη Οι δύο δυνάμεις που θα αποφασίσουν την τύχη της Ουκρανίας - και η περιοχή τους. Ένα άρθρο του Mitchell A. Orenstein από το Foreign Affairs


Συνεχίζουμε τη δημοσίευση σειράς άρθρων και προβληματισμών σχετικά με την κρίση και τις εξελίξεις στην Ουκρανία, ειδικότερα στην Κριμαία και των γενικότερων γεωπολιτικών ανακατατάξεων που αυτές προκαλούν.
 Στην παγκόσμια σκακιέρα συντελείται μια διαδικασία ανακατανομής ισχύος και ρόλων.
 Το άρθρο – που αντιπροσωπεύει τη δυτική λογική παρουσιάζοντας τις «καλές και αγαθές» προθέσεις της Δύσης και ειδικότερα της Γερμανίας – παρουσιάζει ενδιαφέρον γιατί θέτει το ζήτημα για τις συνέπειες που θα έχουν οι τελευταίες εξελίξεις στην ευρωπαϊκή ήπειρο η οποία σύμφωνα με τον αρθρογράφο τείνει να γίνει «γερμανο – ρωσική» περιφέρεια.



 « Οι τελευταίες εβδομάδες έχουν αποκαλύψει κάποιες σημαντικές αλήθειες για την Ευρώπη. Πριν από την κρίση στην Ουκρανία, οι περισσότεροι Αμερικανοί και Δυτικοευρωπαίοι είχαν συνηθίσει σε μια γαλλο-γερμανική Ευρώπη. Σε αυτή την έκδοση της Ευρώπης, η οποία σχεδιάστηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο για να αμβλύνει μία από τις μεγαλύτερες κρατικές αντιπαλότητες στην ιστορία, η Γαλλία και η Γερμανία λάμβαναν τις αποφάσεις, και το κέντρο βάρους της Ευρώπης ήταν ξεκάθαρα στη Δύση. Αλλά, αυτές τις μέρες, η πραγματική δράση συμβαίνει ακόμα πιο ανατολικά. Η Ουκρανία, επιζητώντας να ξεπεράσει το σοβιετικό παρελθόν της, έκανε τα πρώτα της βήματα προς την κατεύθυνση να γίνει ένα από τα μεγαλύτερα και πολυπληθέστερα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έως ότου η Ρωσία έκανε την κίνησή της για να εκτροχιάσει αυτά τα σχέδια. Και η Πολωνίας, που για χρόνια θεωρείται ως νεότερο  μέλος της Ευρωπαϊκής Ομάδας, έχει αναδυθηθεί ως ηγέτης κατά τη διενέργεια τω ν διαπραγματεύσεων μεταξύ του πρώην πρόεδρου της Ουκρανίας, Βίκτορ Γιανουκόβιτς και της ουκρανικής αντιπολίτευσης. Σε αυτή τη νέα Ευρώπη, η γαλλο-γερμανική ατμομηχανή έχει αντικατασταθεί από μια αντίστοιχη ρωσο-γερμανική: καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση κινείται προς ανατολάς, οριοθετώντας τα μελλοντικά της σύνορα και τις γειτονικές περιοχές της, είναι η Γερμανία και η Ρωσία που θα αποφασίσουν ποιος είναι μέσα και ποιος  έξω - - και υπό ποιους όρους.

  Σε μεγάλο βαθμό, η μάχη για την Ουκρανία έχει γίνει μια μάχη σχετικά με το σχήμα που θα πάρει αυτή η ρωσο-γερμανική Ευρώπη. Η Ρωσία, με τη γεωπολιτικής τόλμη, την επιθετικότητα, και την αίσθηση των δικαιωμάτων της, έχει αποδείξει την επιθυμία της να προσαρτήσει τα εδάφη που θέλει, οικοδομώντας ένα Ευρασιατικό μπλοκ ικανό να ισορροπήσει απέναντι στην Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ουκρανία αποτελεί ένα ουσιαστικό μέρος του σχεδίου αυτού, και η Κριμαία είναι η αιχμή του. Η Ρωσία είναι πολύ πιθανό να κρατήσει ό, τι έχει τώρα καταλάβει, όπως και σε όλες τις άλλες περιφερειακές συγκρούσεις, και να συνεχίσει να προσπαθεί να χρησιμοποιήσει τη θέση της στην Κριμαία για να αποσταθεροποιήσει την Ουκρανία. Αυτό θα βοηθήσει τη Ρωσία καθώς προσπαθεί να σχεδιάσει μια ξεκάθαρη γραμμή ανάμεσα στις αξίες  της, τον πολιτισμό, την πολιτική και την οικονομία της, και εκείνες της Δύσης.

  Χάρη στο ρόλο ως βασικού κράτους στην Ευρωπαϊκή Ένωση και των βαθιών της δεσμών της με τη Ρωσία, η Γερμανία είναι η μόνη χώρα που θα μπορούσε να ματαιώσει ή να συμπεριλάβει τις  μεγάλες γεωπολιτικές φιλοδοξίες της Ρωσίας. Ήταν ιδιαίτερα σαφές κατά τη διάρκεια του Ευρωπαϊκού διαπραγματεύσεων αυτή την εβδομάδα σχετικά με τις πιθανές κυρώσεις στη Ρωσία για την εισβολή Κριμαία ότι η Γερμανία, η οικονομική δύναμη της Ευρώπης, τελικά θα αποφασίσει το πόσο θα πιέσει τη Ρωσία και το  πώς θα ισορροπήσει την επιθυμία της Ευρώπης να τιμωρήσει τη χώρα αυτή με την επιθυμία της να φέρει τη Ρωσία πιο κοντά μέσω της οικονομικής συμμετοχής. Η Γερμανία κράτησε την γραμμή ενάντια σε ένα πολύ γρήγορο άλμα κατά την επιβολή κυρώσεων και, αντί γι’ αυτό, διοχέτευσε τη  δυτική οργή απέναντι στη Ρωσία σε μία λύση «χαμηλής έντασης», στην οποία οι Ρώσοι και η νέα ουκρανική κυβέρνηση θα διατηρήσουν άμεσες συνομιλίες για το μέλλον της Κριμαίας, με διεθνή διαμεσολάβηση.

Και αυτό υπαινίσσεται την απροθυμία της Γερμανίας να εγκαταλείψει το μεγάλο μακροχρόνιο  παιχνίδι της: από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η Γερμανία  έχει δώσει έμφαση στην οικονομική σύνδεση με τη Ρωσία με την ελπίδα να ωθήσει  τη ρωσική κοινωνία  προς τον εκσυγχρονισμό. Επεδίωξε να οικοδομήσει μια ισχυρή εταιρική σχέση με το Κρεμλίνο για την υποστήριξη μιας ειρηνικής τάξης στην Ανατολική Ευρώπη, όπως ακριβώς ενώθηκε με τη Γαλλία στη Δυτική Ευρώπη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο για την αποτροπή της σύγκρουσης εκεί.

  Η στρατηγική αυτή έχει βαθιές ιστορικές ρίζες: κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τα γερμανικά στρατεύματα κανονιοβόλησαν δεκάδες ρωσικές πόλεις και πολιόρκησαν την Αγία Πετρούπολη, οδηγώντας σε θάνατο από την πείνα πάνω από ένα εκατομμύριο αμάχους. Η Ρωσία αντιστάθηκε με τεράστιο κόστος και στη συνέχεια λεηλάτησε με αντίστοιχο τρόπο το Βερολίνο για εκδίκηση, ενώ ένα εκατομμύριο γερμανοί αιχμάλωτοι  πολέμου πέθανα από πείνα. Και οι δύο στρατοί βάδισαν μέσω της Ουκρανίας και πολέμησαν σε καταστροφικές μάχες στο έδαφός της, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης στη Σεβαστούπολη. Αυτή η τρομερή κοινή ιστορία έφερε τη Γερμανία και τη Ρωσία πιο κοντά μετά το 1991, σε μια προσπάθεια να μην  επαναλάβουν αυτά τα γεγονότα. Η  Γερμανία έχει καταβάλει μεγάλες προσπάθειες από τότε να «φλερτάρει» τη Ρωσία και να αποτρέψει την επανεμφάνιση του ανταγωνισμού και της σύγκρουσης. Έχει προσφέρει τη βιομηχανική της δύναμη και την τεχνογνωσία στη Ρωσία για να βοηθήσει σε σημαντικά ρωσικά έργα υποδομής και τις βιομηχανίες. Η Ρωσία έχει αποδεχτεί και εκτίμησε αυτά τα ανοίγματα. Έχει επιδιώξει, επίσης,  να αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση με τη Γερμανία, αντιμετωπίζοντας τη Γερμανία ως μεγάλη δύναμη και παρέχοντας της άμεση σύνδεση με το ρωσικό φυσικό αέριο μέσω του αγωγού Nord Stream. Αυτή η στενή σχέση - κάποιοι λένε πάρα πολύ στενή – συμβολικά έλαβε μορφή όταν ο πρώην καγκελάριος της Γερμανίας, Γκέρχαρντ Σρέντερ, έλαβε μια πολύ καλά αμειβόμενη εργασία  στην Gazprom μετά την έξοδό του από την εξουσία το 2005.

Η σχέση έφτασε σε νέο υψηλό σημείο πριν από λίγα χρόνια, μεταξύ του 2008 και 2012, όταν ο Ντμίτρι Μεντβέντεφ ήταν πρόεδρος της Ρωσίας. Οι Γερμανοί αρέσκονταν  να δουλεύουν μαζί του και είχαν την τάση να τον θεωρούν ως ένα σύμβολο του τι θα μπορούσε να είναι μια πιο σύγχρονη Ρωσία. Τον εξύψωσαν σαν ένα  Ρώσο πολιτικός ηγέτη ο οποίος μίλησε τη γλώσσα τους και υποστήριξε φιλελεύθερα δικαιώματα και ελευθερίες. Οι Ευρωπαίοι είδε ως πολλά  υποσχόμενη  την πρωτοβουλία του στο Skolkovo ώστε να μετατρέψει τη Μόσχα σε ένα υψηλής τεχνολογίας κέντρο, για παράδειγμα. Αλλά στην σπουδή τους  για έναν  καλό εταίρο  τους στη Ρωσία, οι Γερμανοί υπερεκτίμησαν τη σημασία του Μεντβέντεφ.

 Η θυελλώδης ανάληψη της εξουσίας από τον Πούτιν το 2012 - και ο υποβιβασμός του Μεντβέντεφ  στην πρωθυπουργία – γκρέμισαν τις ελπίδες της Γερμανίας. Οι γερμανοί πολιτικοί ηγέτες είδαν καθαρά αυτό που κάποιοι είχαν υποστηρίξει - ότι ο Μεντβέντεφ δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια μαριονέτα του Πούτιν, ένα βολικό φιλελεύθερο πρόσωπο σε μια κατά τα άλλα αυταρχική πραγματικότητα. Ο ζήλος  του Πούτιν να επιστρέψει στην εξουσία σε μια εποχή που πολλοί Ρώσοι ήθελαν κρατηθούν μακριά, ο σκληρός λόγος του, και η καταστολή  στις διαδηλώσεις στη Μόσχα το 2011 έδειξε ότι η Ρωσία, στην πραγματικότητα, δεν εξελίσσεται. Από τότε, η Γερμανία έχει αναγκαστεί να αντιμετωπίσει το γεγονός ότι η ειρηνική δέσμευση και η οικονομική συνεργασία δεν εμποδίζουν πάντα τις συγκρούσεις, ειδικά με τη Ρωσία που επιμένει στην αυταρχική πολιτική στο εσωτερικό και σε μια  επεκτατική πολιτική στο εξωτερικό. Για παράδειγμα, στη Μολδαβία, η Ρωσία έχει ξεκινήσει μια ανοικτή εκστρατεία για να αποτρέψει την φιλοευρωπαϊκή κυβέρνηση της χώρας από την υπογραφή Συμφωνίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση και επίσης ενθάρρυνε ρωσικούς εθνικούς θύλακες να αυτονομηθούν. Η Γερμανίδα Καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ, έχει επιμείνει  στη γραμμή, για τη στήριξη της Ευρώπης στις ευρωπαϊκές φιλοδοξίες της Μολδαβίας.

  Όσο κι αν η Γερμανία είναι απογοητευμένη  με τη Ρωσία και θα ήθελε να την απομονώσει, τώρα βρίσκει ότι αυτό είναι πολύ δύσκολο. Η  Γερμανία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον ανατολικό της γείτονα, ως αποτέλεσμα της γεωγραφίας και της  χρόνιας συνεργασίας της, του ανταγωνισμού, του αμοιβαίου οφέλους, και των αναμνήσεων  αμοιβαίας καταστροφής.

  Σήμερα, η Ρωσία είναι η 11η μεγαλύτερη αγορά για τις εξαγωγές της Γερμανίας, μετά την Πολωνία. Η Ρωσία πωλεί στη Γερμανία φυσικό αέριο και πετρέλαιο και η Γερμανία πωλεί στη Ρωσία ακριβά αυτοκίνητα, εργαλειομηχανές, καθώς και μεταποιημένα προϊόντα. Ένα εμπορικό εμπάργκο ή δημεύσεις περιουσιακών στοιχείων θα πληγώσουν τη Γερμανία περισσότερο από κάθε άλλη ευρωπαϊκή δύναμη - εκτός από την Ολλανδία, όπου η Royal Dutch Shell έχει σημαντικά συμφέροντα - και πολύ περισσότερο από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό θα το προκαλούσε μια διακοπή αερίου ή ένα εμπάργκο. Αλλά η Ρωσία, εξαρτάται, βέβαια, πολύ περισσότερο από τη Δύση παρά η Δύση από  τη Ρωσία. Χρειάζεται την Ευρώπη σαν καταναλωτή των εξαγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου. Εξαρτάται από τη Γερμανία, ειδικότερα, για τις επενδύσεις και την τεχνική εξειδικευμένη γνώση. Η Οικονομική απομόνωση θα είναι επιζήμια και για τις δύο πλευρές, αλλά κυρίως για τη Ρωσία.

 Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Ρωσία, παρότι έχει προχωρήσει στην Κριμαία, πιθανότατα δεν κέρδισε τον πόλεμο. Η Γερμανία, έχοντας αποφύγει μια έκρηξη των σχέσεων της με τη Ρωσία και αφού προσπάθησε να αμβλύνει τις εντάσεις, φαίνεται να είναι πιο αποφασισμένη από ποτέ να  θέσει την Ουκρανία κάτω από την οικονομική της σκέπη. Εφόσον  αναπτυχθεί η Ουκρανία, θα μπορούσε να βρεθεί σε καλύτερη θέση για να διεκδικήσει την ανεξαρτησία της από τη ρωσική αυτοκρατορία. Προς το παρόν, οι Γερμανοί ηγέτες έχουν αρχίσει να ανακάμπτουν από το σοκ ότι η Ρωσία αγνοεί το διεθνές δίκαιο τόσο απροκάλυπτα στην Κριμαία. Οι ηγέτες της Ρωσίας και της Γερμανίας καλούνται να κατανοήσουν τις προκλήσεις του ανταγωνισμού τους και να ρυθμίσουν την ευρωπαϊκή πολιτική και οικονομία. Είναι  στραμμένοι σε  ραγδαία αποκλίνοντα αποτελέσματα, αλλά ενδιαφέρονται, επίσης,  για την εξεύρεση κοινού εδάφους για τη διατήρηση της ειρήνης. Παρά το γεγονός ότι η εμπλοκή στην Κριμαία μπορεί να καταλήξει σε αδιέξοδο, και οι δύο δυνάμεις θα ζήσουν για να βρουν μια άλλη ημέρα ώστε να εργαστούν για το όραμα για μια Ευρώπη για την οποία δεν έχουν ακόμη κοινή αντίληψη, αλλά θα μπορούσε να υπάρξει. Αυτή η  ρωσο-γερμανική Ευρώπη είναι η Ευρώπη με την οποία θα ζούμε, για καλύτερα ή χειρότερα.


  *Ο MITCHELL A. ORENSTEIN  είναι καθηγητής και Πρόεδρος του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Northeastern και συνεργάτης του Κέντρου Davis για τις Ρωσικές και Ευρασιατικές Σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και το Κέντρο Ευρωπαϊκών Σπουδών, Minda de Gunzberg.

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

Αποφασιστικό μήνυμα των εργαζομένων στο δημόσιο – να αλλάξει τώρα η εργασιοκτόνος πολιτική του Μνημονίου, να σταματήσουν οι απολύσεις και η διαθεσιμότητα


Ένα ηχηρό και αποφασιστικό μήνυμα έστειλαν οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο – καθηγητές, γιατροί, νοσηλευτές, οι απολυμένοι σχολικοί φύλακες και άλλοι στη μνημονιακή κυβέρνηση.



Την απαίτησή τους να σταματήσει τώρα ο κατήφορος των αντεργατικών μέτρων που από κοινού η κυβέρνηση, η τρόικα και οι συνεργάτες τους, μέλη της οικονομικής ολιγαρχίας  της χώρας εφαρμόζουν.

Ειδικότερα να σταματήσουν οι απολύσεις και η διαθεσιμότητα.





Εκφράζοντας δυναμικά τα δίκαια αιτήματα τους οι εργαζόμενοι έκλεισαν «ραντεβού» για την επόμενη βδομάδα όπου θα κλιμακωθούν οι κινητοποιήσεις με τη διήμερη απεργία της ΑΔΕΔΥ.


Εντύπωση προκάλεσε η πρωτότυπη διαμαρτυρία καθηγητών που αλυσοδέθηκαν στα κιγκλιδώματα που είχαν τοποθετηθεί για «προστασία» έξω από τη Βουλή.




Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

Κλιμάκωση των κινητοποιήσεων των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα – πανελλαδική απεργία αύριο και διήμερη απεργία την επόμενη βδομάδα


 Απέναντι στον κατήφορο των αντιλαϊκών μεθοδεύσεων από την κυβέρνηση και την τρόικα που προωθούν χωρίς ενδοιασμούς νέα μέτρα – με απολύσεις του δημόσιου τομέα, εκποίηση του δημόσιου πλούτου, περιστολή των εργασιακών δικαιωμάτων (εφαρμογή του λοκ άουτ, περιστολή του δικαιώματος απεργιών κα) κλιμακώνεται η αντίδραση των εργαζομένων του δημόσιου τομέα, ενώ σε κινητοποιήσεις βρίσκονται και άλλοι κλάδοι – γιατροί, φαρμακοποιοί κλπ.

 Μπορεί οι απεργίες της ΑΔΕΔΥ (στις οποίες συμμετέχει και η ΟΛΜΕ, ακόμη και οι δικαστικοί υπάλληλοι) να μην είναι ιδιαίτερα καλά οργανωμένες και δέχονται κριτική από πλευρές όπως και από τη βάση των εργαζομένων, αλλά στην παρούσα φάση έχουν τη δική τους αξία για να δοθεί μια ηχηρή απάντηση στα σχέδια της κυβέρνησης.

 Ας μην ξεχνάμε ότι την επόμενη βδομάδα κρίνεται το κατά πόσο θα απολυθούν εκπαιδευτικοί και άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι ενώ όλες αυτές τις μέρες παρατηρούμε έξαρση του αυταρχισμού σε βάρος των κινητοποιήσεων των εργαζομένων.

  Σημειώνουμε ότι μετά από απόφαση του ΣτΕ, με την οποία κρίθηκε αντισυνταγματική η διάταξη του άρθρου 33 του σχετικού νόμου (Ν. 4024/2011),  ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναγκάστηκε να διαβιβάσει  στη Βουλή έγγραφο για την επαναφορά και αποκατάσταση των δημοσίων υπαλλήλων που είχαν τεθεί σε καθεστώς προσυνταξιοδοτικής διαθεσιμότητας.



Οι ανακοινώσεις της ΑΔΕΔΥ και της ΟΛΜΕ έχουν ως εξής:

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Δεν θα σταματήσουν αν δεν τους σταματήσουμε
Η επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα και τις κατακτήσεις των εργαζομένων καλά κρατεί, με την Τρόικα να ζητά νομοθετική ρύθμιση του «δικαιώματος» των εργοδοτών για ανταπεργία (λοκάουτ), κατάργηση τριετιών και παραπέρα μείωση του κατώτερου μισθού. Οι εκπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και το ΔΝΤ απαιτούν, παράλληλα, να προωθηθεί αντεργατική ρύθμιση που θα δημιουργεί ανυπέρβλητα εμπόδια στη διαδικασία κήρυξης απεργίας από τα συνδικάτα με πρόσχημα την ύπαρξη πλειοψηφίας επί του συνόλου των εργαζομένων του κλάδου.
Οι νέες αποικιοκρατικές απαιτήσεις της Τρόικα είναι θρασύτατες και προκλητικές για τους εργαζόμενους της χώρας μας.
Κανέναν, όμως, δεν καθησυχάζουν και οι δήθεν αρνήσεις της Κυβέρνησης. Όχι μόνο γιατί όλα τα μέτρα που ζητά  η Τρόικα στην αρχή «απορρίπτονται» και στη συνέχεια υλοποιούνται… αλλά κυρίως γιατί είναι τα ίδια ταξικά συμφέροντα που υπηρετούν Κυβέρνηση και Τρόικα. Είναι και μέτρα που εξυπηρετούν το ντόπιο κεφάλαιο άρα και τις επιδιώξεις της Κυβέρνησης. Εξάλλου είναι οι Κυβερνήσεις της χώρας μας που τα τελευταία χρόνια επέβαλλαν τις δραματικές μειώσεις στους μισθούς, στις συντάξεις μας και την κατάργηση κοινωνικών εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων.
Για τους εργαζόμενους στο Δημόσιο και οι παραπάνω εξελίξεις επιβάλλουν την καθολική συμμετοχή στις κινητοποιήσεις που έχουν προγραμματιστεί.
Όλες και όλοι στη 24ωρη Πανελλαδική Απεργία στο Δημόσιο
την Τετάρτη, 12 Μαρτίου 2014 και
συλλαλητήριο στις 11:00πμ, στην Πλατεία Κλαυθμώνος.
Όλες και όλοι στη νέα 48ώρη απεργία στις 19 και 20 Μαρτίου
Από την Εκτελεστική Επιτροπή της Α.Δ.Ε.Δ.Υ.




Η ανακοίνωση της ΟΛΜΕ

ΟΛΟΙ ΣΤΙΣ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΓΕΝΙΚΕΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ



Καμιά απόλυση στις 22 Μάρτη
Μπορούμε να τους σταματήσουμε

Μέσα στην ολομέτωπη επίθεση που δεχόμαστε οι εργαζόμενοι από Κυβέρνηση – ΕΕ – ΔΝΤ, ξεχωριστή σημασία αποχτά η 22 Μαρτίου, μέρα που ολοκληρώνεται η περίοδος της διαθεσιμότητας και εκατοντάδες εκπαιδευτικοί, μαζί με χιλιάδες άλλους υπάλληλους, θα ανοίξουν το χορό των απολύσεων και στο Δημόσιο. Δεν αποδεχόμαστε τη μοίρα που μας ετοιμάζουν. Όπως όλο το διάστημα του οχταμήνου, έτσι και τώρα , με το συλλογικό μας αγώνα, με τις πολύμορφες κινητοποιήσεις μας, με την απεργία, με τη διεύρυνση των συμμαχιών με τα άλλα τμήματα των εργαζομένων – ανέργων του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, μπορούμε να αποτρέψουμε τις απολύσεις, να επιβάλουμε λύσεις.
Απαιτούμε να προκηρυχθούν τώρα τόσες θέσεις όσοι και οι εκπαιδευτικοί που βρίσκονται σε διαθεσιμότητα.
Να επανέλθουν οι τομείς και οι ειδικότητες που καταργήθηκαν στη Δημόσια Τεχνική Επαγγελματική Εκπαίδευση.
Κανένας μαθητής – κανείς καθηγητής έξω απ’ τα σχολεία , κανένας εργαζόμενος στην ανεργία.. Κανείς δεν περισσεύει.
Δίνουμε τη μάχη ενάντια στην υπονόμευση της δημόσιας δωρεάν παιδείας, ενάντια στο σχολείο της αγοράς και των επιχειρήσεων, το σχολείο της πειθάρχησης και της κατηγοριοποίησης, της ταξικής επιλογής και της απλήρωτης μαθητείας, για ενιαίο 12χρονο δημόσιο και δωρεάν σχολείο των αναγκών και των οραμάτων της νεολαίας και του λαού μας για όλα τα παιδιά.
Δίνουμε τη μάχη για την υπεράσπιση των εργασιακών δικαιωμάτων, για μόνιμη και σταθερή δουλειά για όλους. Παλεύουμε για το δικαίωμα όλων στα δημόσια, δωρεάν αγαθά.
Κατανοούμε ότι ο αγώνας μας για να δικαιωθεί απαιτεί σύγκρουση με τις πολιτικές των μνημονίων, των δανειακών συμβάσεων και όλων των υποχρεώσεων που απορρέουν απ’ αυτές. Απαιτεί να ενταθεί η πάλη ενάντια στο σύμφωνο σταθερότητας που επιβάλλει η ΕΕ,  άρνηση του χρέους.
Φτάνει μέχρι την ανατροπή της πολιτικής κυβέρνησης – κεφαλαίου – ΕΕ – ΔΝΤ και κάθε κυβέρνησης που θα εφαρμόζει την ίδια πολιτική.
Ένα μαζικό, μαχητικό, εργατικό κίνημα μπορεί να σαρώσει τις αντεργατικές – αντιλαϊκές πολιτικές. Όλοι έχουμε τη θέση μας μέσα σ’ αυτό.
Κανένας μόνος του σ’ αυτόν τον αγώνα.
Κανένας απολυμένος στις 22 Μάρτη
Όλοι στην Απεργία και στα συλλαλητήρια
στις 12 Μάρτη
Αθήνα, 11 π.μ. στην Πλατεία Κλαυθμώνος
Όλοι στις ΓΣ των ΕΛΜΕ 13 – 14/3

 για την εκτίμηση και την κλιμάκωση των αγώνων.

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

Σε τερατώδη ύψη το παγκόσμιο χρέος: στα 100 τρισεκατομμύρια δολάρια στα μέσα του 2013 σύμφωνα με υπολογισμούς της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών


Τα χρέη του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα σε παγκόσμιο επίπεδο έφθασαν τα 100 τρισεκατομμύρια δολάρια περί τα μέσα του 2013, κυρίως λόγω των μεγάλων εκδόσεων ομολόγων από κράτη και επιχειρήσεις εν μέσω της οικονομικής κρίσης, όπως ανακοίνωσε σήμερα η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (ΤΔΔ).

Σύμφωνα, λοιπόν, με εκτιμήσεις που δημοσιεύονται στις σελίδες 18-19 της BIS Quarterly Review , Μάρτιος 2014:

Το 2007, το παγκόσμιο χρέος ανερχόταν σε 70 τρισεκατομμύρια δολάρια, ανέφερε η οργάνωση-ομπρέλα 60 κεντρικών τραπεζών σε μια ανακοίνωσή της που δόθηκε στη δημοσιότητα στη Βασιλεία της Ελβετίας.



Οι κυβερνήσεις έχουν συνολικά χρέη 43 τρισεκατομμυρίων, ένα ποσό αυξημένο κατά 80% σε σύγκριση με τα μέσα του 2007.

Η ΤΔΔ σημείωσε ότι τα χρεόγραφα τείνουν όλο και περισσότερο να διακρατούνται από επενδυτές στις χώρες όπου εκδίδονται.

Αυτό «καταδεικνύει ότι η διαδικασία της διεθνούς χρηματοοικονομικής ολοκλήρωσης μπορεί εν μέρει να αντιστράφηκε από την εκδήλωση της κρίσης», ανέφεραν οι ειδικοί της Τράπεζας.

Ο χρηματοπιστωτικός τομέας έχει γίνει παράλληλα λιγότερο παγκοσμιοποιημένος, σύμφωνα με την έκθεσή τους.

Οι τράπεζες εμφανίζονται όλο και πιο διστακτικές να δανείζουν πέραν των συνόρων και ο όγκος των διακρατικών χορηγήσεων μειώθηκε εκ νέου το τρίτο τρίμηνο του 2013.

Ο διατραπεζικός δανεισμός επίσης υποχώρησε, με την Ευρώπη να εμφανίζει την πιο σαφή πτωτική τάση, επισήμανε η ΤΔΔ.

Εκείνο που διαπιστώνεται, ωστόσο, είναι ότι εν μέσω της κρίσης η «φούσκα» του χρέους διαρκώς ογκώνεται.

Λειτουργώντας από τη μια σα θηλιά που πνίγει ολόκληρες χώρες και τις καταδικάζει να είναι δέσμιες  στα χέρια των αρπακτικών των αγορών και των μεγα-τοκογλύφων. Αρπακτικά που επιχειρούν – και εν πολλοίς επιτυγχάνουν – να βάλλουν στο χέρι, αξιοποιώντας, τα δεσμά του χρέους, τις πλουτοπαραγωγικές πηγές των υπερχρεωμένων κρατών.


Από την άλλη, το διογκωμένο τεχνητά χρέος – σημειώνουμε ότι όλο αυτό είναι σε ομόλογα, σε χαρτιά δηλαδή που περνούν μέσα από τις τραπεζικές συναλλαγές και λίγη σχέση έχουν με την πραγματική οικονομία – συντελεί στη συγκέντρωση του παγκόσμιου πλούτου στα χέρια ελάχιστων.

Ενώ ακόμη και τα ισχυρά κράτη, ακόμη και οι ΗΠΑ, δεν βρίσκονται έξω από αυτόν τον κυκεώνα.

Κατά συνέπεια, πώς μπορούν στα σοβαρά να επιμένουν οι δυνάμεις της τρόικα, οι ισχυροί της Ευρώπης, του ΔΝΤ κα για την «ενοχή» της Ελλάδας, τη συλλογική «ενοχή» του λαού της και την συνακόλουθη απαίτηση να καταδικαστεί η χώρα και οι πολίτες της σε μακρόχρονη – απροσδιόριστη σε βάθος  χρόνου – δουλεία;

Φυσικά τα ερωτήματα είναι ρητορικά.

Γνωρίζουμε, άλλωστε, ότι ορισμένες δυνάμεις – τόσο σε επίπεδο κρατών, όπως η «φίλη» Γερμανία, όσο και σε επίπεδο ομίλων, τραπεζών και πολυώνυμων funds, διεθνών αλλά και ελληνικών– αποκομίζουν τεράστια κέρδη αξιοποιώντας το δημόσιο χρέος της Ελλάδας αλλά και άλλων κρατών.

Το ερώτημα είναι, επίσης, πώς είναι εφικτή η έξοδος από τη σημερινή κρίση αναγνωρίζοντας αυτό το τερατώδες αλλά και σκόπιμα διογκωμένο χρέος;

Πώς είναι δυνατόν αριστερές δυνάμεις να ευαγγελίζονται μια έξοδο από το μνημόνιο αναγνωρίζοντας  και αποδεχόμενες το μνημόνιο και το ύψος του χρέους της Ελλάδας;

Και πώς αλλιώς μπορεί να γίνεια υτό παρά με τη ρήξη προς τις υπάρχουσες δομές και πρακτικές;

Ποια είναι η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS -Bank for International Settlements)

Η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (ΤΔΔ) (αγγλικά: Bank for International Settlements - BIS) είναι ένας διεθνής οργανισμός αποτελούμενος από κεντρικές τράπεζες, που "υποβοηθά τη διεθνή νομισματική και χρηματοοικονομική συνεργασία και δρα ως μια τράπεζα για τις κεντρικές τράπεζες". Δεν βρίσκεται υπό τον έλεγχο καμίας εθνικής κυβέρνησης.



Η ΤΔΔ λειτουργεί μέσα από υποεπιτροπές και γραμματείες, αλλά και μέσω του ετήσιου Γενικού Συμβουλίου όλων των μελών της.

Επίσης, παρέχει τραπεζικές υπηρεσίες, μόνο όμως στις κεντρικές τράπεζες ή σε άλλους διεθνείς οργανισμούς. Εδρεύει στη Βασιλεία της Ελβετίας και δημιουργήθηκε με τις Συμφωνίες της Χάγης του 1930. Το όνομά της στα αγγλικά είναι Bank for International Settlements (BIS), στα γερμανικά Bank fόr Internationalen Zahlungsausgleich (BIZ), στα γαλλικά Banque des Reglements Internationaux (BRI), και στα ιταλικά Banca dei Regolamenti Internazionali (BRI). Διαθέτει γραφεία αντιπροσώπων στο Χoνγκ Κoνγκ και την Πόλη του Μεξικό.

 Ορισμένα ακόμη ιστορικά στοιχεία:

Η τράπεζα ( για συντομία BIS) ιδρύθηκε το 1930, και είχε το ρόλο του οχήματος μεταφοράς των πολεμικών αποζημιώσεων στους νικητές του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, που συμφωνήθηκαν με την συνθήκη των Βερσαλλιών και των συνακόλουθων διακανονισμών μεταξύ νικητών και ηττημένων (εξ ου και η ονομασία της τράπεζας).  Κατά την διάρκεια του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, οι Ναζί την χρησιμοποίησαν σαν σκιώδη τράπεζα για να κρύψουν πολλές από τις παράνομες συναλλαγές του καθεστώτος, στην ουσία ξέπλυμα χρήματος. Κατά τις διαπραγματεύσεις του Bretton Woods , ο Κέϋνς παρενέβη, την έσωσε από την καταστροφή της όλης αρχιτεκτονικής του προπολεμικού οικονομικού συστήματος, και της δόθηκε ο χαρακτήρας ενός ακόμα ρυθμιστικού παράγοντα.

Έπαψε να παίζει τον κεντρικό ρόλο στην επίβλεψη της μεταφοράς κεφαλαίων, και άρχισε να βοηθά τις κεντρικές τράπεζες, υπό την έννοια της συγκέντρωσης και συντονισμού των νομισματικών πολιτικών. Δεν μπορεί να παρέμβει στη χάραξη της νομισματικής πολιτικής, αλλά μπορεί να συγκεντρώσει τις αναφορές για την νομισματική πολιτική των διαφόρων τραπεζών και να μεσολαβήσει. Ως de facto κεντρική τράπεζα των κεντρικών τραπεζών, επιτρέπει στα μέλη της να διατηρούν λογαριασμούς σ' αυτήν, μέσω των οποίων μπορούν να κάνουν διάφορες πράξεις και συναλλαγές.

Υποτίθεται ότι παίζει ζωτικό ρόλο στη σταθερότητα του παγκόσμιου νομισματικού συστήματος, ως θεσμός όμως καλύπτεται από αδιαφάνεια. Σε πόσους είναι γνωστές οι αποφάσεις της;

Πέρα όμως από τις διαφωνίες για τους ρυθμιστικούς κανόνες, υπάρχει και ένας άγνωστος ρόλος της BIS ο οποίος έρχεται ευθέως αντιμέτωπος με τους νόμους και το αίσθημα δικαιοσύνης της διεθνούς κοινότητας, προσφέροντας παραθυράκι για νομιμοφανείς πράξεις.
 

Ένα σκανδαλώδες γεγονός αποκαλύφθηκε από τα Wikileaks πέρυσι. Πρόκειται για την μεταφορά των κεφαλαιακών διαθεσίμων της κεντρικής τράπεζας της Νιγηρίας στην BIS, από τον πρώην δικτάτορα της χώρας Sani Abacha το 1995, πριν χάσει την εξουσία. Στην περίπτωση αυτή η BIS απλά βοήθησε τον δικτάτορα να κλέψει τα χρήματα του λαού του.

Κυριακή 9 Μαρτίου 2014

Ανάλυση: Γιατί οι κινήσεις της Ρωσίας στην Κριμαία δεν έχουν νομικό έρεισμα – άρθρο του Marc Weller, καθηγητή Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Cambridge


Παρουσιάζουμε σήμερα ένα εκτεταμένο άρθρο του Marc Weller, καθηγητή Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Cambridge, σχετικά με την ουκρανική κρίση και τις ευθύνες της Ρωσίας. Το άρθρο προσεγγίζει το πρόβλημα από τη σκοπιά των πολιτικών και νομικών επιχειρημάτων των δυτικών δυνάμεων, ενώ προχωρεί σ’ έναν προβληματισμό για μια πιθανή λύση.

Το παραθέτουμε γιατί παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για να κατανοηθεί το θεωρητικό πλαίσιο της σκέψης της Δύσης.
Ως Νέος Μέτοικος καταθέτουμε και εμείς ορισμένους σχολιασμούς.



Το ρωσικό κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι η  Κριμαία μπορεί να γίνει ρωσικό έδαφος, αν το αποφασίσουν οι κάτοικοι της περιοχής στο δημοψήφισμα στις 16 Μαρτίου.

Εδώ ο Marc Weller, εξετάζει τα νομικά ζητήματα που προκύπτουν από την παρέμβαση της Ρωσίας στην Κριμαία. Το έδαφος της Κριμαίας έγινε τμήμα της Σοβιετικής Ουκρανίας το 1954 και παρέμεινε στην Ουκρανία μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991.

«Η Ρωσία έχει σαφώς και με αδιαμφισβήτητο τρόπο αναγνωρίσει τα σημερινά σύνορα της Ουκρανίας. Αυτό επιβεβαιώθηκε σε:

-          Στη Δήλωση της Άλμα Άτα του Δεκεμβρίου 1991, με την οποία η Σοβιετική Ένωση πέρασε στην ιστορία,
-          Το μνημόνιο της Βουδαπέστης του 1994, που πρόσφερε εγγυήσεις για την ασφάλειας της Ουκρανίας, σε αντάλλαγμα για την απομάκρυνση των πυρηνικών όπλων από το έδαφός της.
-          Στη  συμφωνία του 1997 για τη στάθμευση του ρωσικού στόλου της Μαύρης Θάλασσας στα λιμάνια της  Κριμαίας.
-          Η συμφωνία του 1997, παρατάθηκε για επιπλέον 25 έτη το 2010, επιτρέποντας την παρουσία των ρωσικών πλοίων σε λιμάνια της Κριμαίας, μαζί με την  ύπαρξη   μεγάλης στρατιωτικής υποδομής, συμπεριλαμβανομένων υποδομών εκπαίδευσης, βάσεων πυροβολικού και άλλων στρατιωτικών εγκαταστάσεων . Ωστόσο, οι μεγάλες κινήσεις των ρωσικών δυνάμεων απαιτούν διαβούλευση με τις ουκρανικές αρχές και τα συμφωνηθέντα επίπεδα ισχύος δεν μπορούν να αυξηθούν μονομερώς.

  Σε αντίθεση με αυτές τις υποχρεώσεις – υποστηρίζει ο ο Marc Weller -  η Ρωσία έχει αυξήσει τις δυνάμεις της στην Κριμαία, χωρίς τη συγκατάθεση της Ουκρανίας. Τις έχει αναπτύξει εκτός των συμφωνημένων βάσεων, παίρνοντας τον έλεγχο εγκαταστάσεων, όπως τα αεροδρόμια, ενώ περικύκλωσε και  Ουκρανικές στρατιωτικές μονάδες και βάσεις.

 Ο  Marc Weller υποστηρίζει, επίσης, ότι οι ενέργειες της Ρωσίας προσέφεραν τη δυνατότητα  στις φιλορωσικές τοπικές αρχές της Κριμαίας να εκτοπίσουν τις νόμιμες δημόσιες αρχές της Ουκρανίας. Νομικά, αυτό συνιστά σαφώς μια σημαντική πράξη παρέμβασης - και μάλιστα, σχετικά με τις ρωσικές στρατιωτικές μονάδες που εμπλέκονται, είναι μια περίπτωση ένοπλης επέμβασης.



Ένοπλη επίθεση;

Μήπως η απλή παρουσία της ξένης ένοπλης δύναμης, χωρίς τη συγκατάθεση των τοπικών αρχών, παραβιάζει, επίσης, τη διεθνή απαγόρευση της χρήσης βίας;

Σύμφωνα με έναν ορισμό του ΟΗΕ από το 1974, η χρήση ξένων ένοπλων δυνάμεων στο έδαφος ενός κράτους, κατά παράβαση της σύμφωνης γνώμης της υπάρχουσας κυέρνησης, καθορίζεται ως επιθετική πράξη. Παρόλα αυτά, υπό τις παρούσες συνθήκες πιθανόν να μην έχει ακόμη πραγματοποιηθεί μια «ένοπλη επίθεση», που είναι το σημείο ενεργοποίησης του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών για την εφαρμογή του δικαιώματος της αυτοάμυνας,.

Αρχικά, ο πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν έλαβε την εξουσιοδότηση από την άνω βουλή της Ρωσίας να χρησιμοποιήσει βία για να προστατεύσειτο ρωσικό πληθυσμό στην Κριμαία. Στη συνέχεια ανέφερε ότι η χρήση βίας για ανθρωπιστικούς σκοπούς ή για την υπεράσπιση των ρωσικών περιουσιακών στοιχείων δεν είχε ακόμη συμβεί. Μπορεί να καταστεί, όμως, αναγκαία στο μέλλον.

Προς το παρόν, η Ρωσία υποστηρίζει – όχι πειστικά- ότι οι τακτικές της δυνάμεις δεν εμπλέκονται στην παρούσα φάσεις, κρατώντας στάση αναμονής, και ότι δεν ελέγχει τις τοπικές πολιτοφυλακές που υποτίθεται ότιέχουν την ευθύνη στην περιοχή.

Η αξίωση της Μόσχας – κατά τον Weller - να είναι σε θέση να προστατέψει τις μειονότητες στο εξωτερικό στερείται ουσίας. Είναι καθήκον της Ουκρανίας, σε πρώτη φάση, να προστατέψει τόλους τους πολίτες της από τις δήθεν απειλές.



Προστατεύοντας τους «Ρώσους»

Όταν η Ουγγαρία ζήτησε να ενισχύσει τους δεσμούς της με τις εθνικές ουγγρικές μειονότητες που ζουν σε γειτονικές χώρες, συνάντησε ισχυρή αντίσταση από το Συμβούλιο της Ευρώπης και άλλες νομικές οντότητες.

Η Ρωσία προχώρησε ακόμη περισσότερο στην Αμπχαζία και τη Νότια Οσετία , όπου οι υπέρ της Μόσχας αυτονομιστές αμφισβητούσαν την κυριαρχία της Γεωργίας. Η Ρωσία απλά μοίραζε διαβατήρια σε Ρώσους, και αργότερα φιλοδοξούσε να σώσει τους πολίτες της από τη γεωργιανή επιθετικότητα. Αυτό το τέχνασμα αποτελεί κατάχρηση της θεωρίας της «διάσωσης υπηκόων στο εξωτερικό».

Αυτό το δόγμα διάσωσης δεν καλύπτει αυτούς που δηλώνονται ως ξένοι υπήκοοι  και τη διάσωση τους δια της βίας. Επιπλέον, θα διευκολύνει μόνο αυτούς που κινούνται πίσω στην υποτιθέμενη πατρίδα τους – τη Ρωσία. Δεν δικαιολογεί την  κατάληψη τμημάτων ενός γειτονικού κράτους.

Η Μόσχα δεν μπορεί να επικαλεστεί ούτε το δόγμα της ανθρωπιστικής παρέμβασης. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, ένα κράτος μπορεί να παρεμβαίνει κατ 'εξαίρεση, σε περιπτώσεις σοβαρής ανθρωπιστικής έκτακτης ανάγκης, προκειμένου να σώσει έναν ολόκληρο πληθυσμό του οποίου η ίδια η επιβίωση απειλείται. Δεν υπάρχει απόδειξη μιας τέτοιας κατάστασης  προς το παρόν.

Αν  μια τέτοια κατάσταση προκύψει, θα είναι το αποτέλεσμα της παρέμβασης που έχει ήδη λάβει χώρα. Επιπλέον, ένα κράτος που παρεμβαίνει για πραγματικούς ανθρωπιστικούς σκοπούς, δεν θα μπορούσε να προκαλέσει αλλαγή στο status της εν λόγω περιοχής.



Η Ρωσία έχει προσκληθεί ;

Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ κουνούσε, επίσης, μια επιστολή μπροστά στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, υποστηρίζοντας ότι ο έκπτωτος πρόεδρος της Ουκρανίας, Βίκτορ Γιανουκόβιτς είχε ζητήσει ένοπλη παρέμβαση.

 Ωστόσο, τη στιγμή που ο κ. Γιανουκόβιτς είχε χάσει τον αποτελεσματικό έλεγχο των γεγονότων στη χώρα, δεν μπορούσε πλέον να επιτρέψει την επέμβαση. Το επιχείρημα της Ρωσίας ότι είχε παρανόμως καθαιρεθεί δεν είναι πειστικό σε αυτό το πλαίσιο. Ενώ ο ίδιος δεν απομακρύνθηκε μέσω της χρονοβόρας διαδικασίας της μομφής, που προβλέπεται στο ουκρανικό σύνταγμα, ωστόσο, αποκηρύχτηκε ομόφωνα από το ουκρανικό κοινοβούλιο. Δεν θα μπορούσε πλέον να ισχυριστεί ότι αντιπροσωπεύει τον πραγματική κυρίαρχο της Ουκρανίας, τον λαό της.

Ομοίως, η νέα περιφερειακή αρχή της Κριμαίας, της οποίας την αίτηση για παρέμβαση επικαλέστηκε,  η Ρωσία, δεν έχει τη νομική εξουσία να πτοχωρήσει σε ένα τέτοιο διάβημα.

Αντί να χρησιμοποιήσει περαιτέρω επιθετική δύναμη, η Ρωσία μπορεί τώρα να προσπαθήσει να δελεάσει τις αρχές της Ουκρανίας να κάνουν την πρώτη κίνηση. Θα διεκδικήσει στη συνέχεια το δικαίωμα να υπερασπιστεί τα στρατεύματά της και  τους εθνοτικά συγγενείς. Έτσι, οι αρχές της Ουκρανίας καλούνται να είναι πολύ προσεκτικές.

Καθώς η μοίρα της Νότιας Οσετίας και της Αμπχαζίας απέδειξε το 2008, οποιαδήποτε προσπάθεια να λυθεί το ζήτημα στρατιωτικά μπορεί  να καταλήξει στο να χαθεί για την Ουκρανία η Κριμαία οριστικά.



«Διαζύγιο με την απειλή όπλων»
Η αυτόνομη περιοχή της Κριμαίας μπορεί πράγματι να έχοει το νόμιμο δικαίωμα να υποστηρίζει μια αλλαγή στο καθεστώς της. Ωστόσο, σύμφωνα με τα διεθνή προηγούμενα, δεν μπορεί απλά να αποσχιστεί μονομερώς, έστω και αν η επιθυμία της υποστηριχτεί από τον τοπικό πληθυσμό σε ένα δημοψήφισμα.

Αντ 'αυτού, θα πρέπει να συμμετάσχει σε ουσιαστική συζήτηση για έναν πιθανό διαχωρισμό από  τις κεντρικές αρχές στο Κίεβο. Οι εναλλακτικές λύσεις, όπως η ενίσχυση της αυτονομίας, θα πρέπει να διερευνηθούν.

Η διεθνής πρακτική επιδιώκει γενικά να φιλοξενήσει αυτονομιστικές απαιτήσεις μέσα στα υπάρχοντα περιφερειακά σύνορα.

Επιπλέον, το διεθνές δίκαιο δεν αναγνωρίζει το διαζύγιο με την απειλή όπλων.η  Κριμαία δεν μπορεί να προχωρήσει σε μια πιθανή απόσχιση ή ακόμη και ενσωμάτωση στη Ρωσία ενώ η Μόσχα κατέχει την κυριαρχία στο έδαφος της.

Με τον τρόπο αυτό, η κατάσταση διαφέρει από την ένοπλη δράση του ΝΑΤΟ στο Κοσσυφοπέδιο το 1999, υποστηρίζει ο Weller. Οι Αλβανοί του Κοσσυφοπεδίου είχαν εκτεθεί σε ακραία καταστολή και στη συνέχεια αναγκαστική απέλαση από τις σερβικές δυνάμεις.

To ΝΑΤΟ επενέβη για πραγματικ;a ανθρωπιστικούς σκοπούς. Δεν κατέλαβε  το έδαφος του Κοσόβου, κατά συνέπεια, στη διάρκεια της ανθρωπιστικής επέμβασης του. Αντ 'αυτού, τα Ηνωμένα Έθνη διοίκησαν το Κοσσυφοπέδιο για περίπου οκτώ χρόνια, δημιουργώντας ένα ουδέτερο περιβάλλον μέσα στο οποίο θα μπορούσε να διευθετηθεί το μέλλον του. Το Κοσσυφοπέδιο, τελικά, απέκτησε την ανεξαρτησία του, με βάση το διακανονισμό που πρότεινε ο μεσολαβητής του ΟΗΕ, Μάρτι Αχτισάαρι.



«Παγωμένες» συγκρούσεις

Φυσικά, η ενσωμάτωση στη Ρωσία δεν μπορεί να συμβεί εάν το Κρεμλίνο δεν συμφωνήσει σε αυτό.  Η Μόσχα μπορεί να είναι ικανοποιημένη με το νέο καθεστώς,με βάση το οποίο η Κριμαία θα προστεθεί στη λίστα των "παγωμένων" συγκρούσεων στην Ανατολική Ευρώπη. Με αυτόν τον τρόπο, η Μόσχα θα αποφύγει να κατηγορηθεί για πιο άμεση επιθετικότητα.

Για δύο δεκαετίες, η Ρωσία υποστήριξε την Υπερδνειστερία, η οποία έχει σχεδόν διαχωριστεί από τη Μολδαβία και το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, το οποία διακήρυξε την ανεξαρτησία του από το Αζερμπαϊτζάν μετά από παρέμβαση της Αρμενίας.

Για την αντιμετώπιση αυτής της απειλής, η Δύση θα πρέπει να προσφέρει ένα πακέτο μέτρων που θα επιτρέψουν στο Κρεμλίνο να χαλαρώσει τον κλοιό γύρω από την Κριμαία, χωρίς να χάσει το κύρος του.

Η ιδέα μιας συμφωνημένης διευθέτησης θα φαίνεται απεχθής σε μερικούς. Μετά από όλα αυτά, η Μόσχα δεν θα πρέπει να ανταμειφθεί για την αδέξια δράση της. Και η ιστορική καταγραφή δεν θα είναι καλή.

Το ειρηνευτικό σχέδιο της ΕΕ για την Αμπχαζία και τη Νότια Οσετία, το οποίο διαπραγματεύθηκε ο πρώην Γάλλος πρόεδρος, Νικολά Σαρκοζί, τον Αύγουστο του 2008, προχώρησε λίγο περισσότερο από την επικύρωση των αποτελεσμάτων της εισβολής της Ρωσίας στις δύο γεωργιανές επαρχίες. Και οι δύο οντότητες ανακήρυξαν την ανεξαρτησία τους και παραμένουν κάτω από την κηδεμονία της Μόσχας από τότε.

Ωστόσο, αποτελούν ένα πειστικό παράδειγμα το οποίο καθιστά επιτακτική την ανάγκη επίτευξης μιας πραγματικής λύσης. Εκτός αν βρεθεί μια συμφωνημένη φόρμουλα για την απόσυρση των ρωσικών δυνάμεων στις βάσεις τους στην Κριμαία, η ουκρανική κυβέρνηση θα συναντήσει μεγάλη δυσκολία να ανακτήσει τον κυρίαρχο έλεγχο της επί του εδάφους της Κριμαίας.



Συμφωνία για διευθέτηση

Το Κίεβο χρειάζεται, επίσης, τη συνεργασία της Ρωσίας για να διατηρηθεί η σταθερότητα σε άλλα μέρη της ανατολικής και νότιας Ουκρανίας. Αν η Μόσχα τροφοδοτήσει τις φλόγες των αντι-ουκρανικών συναισθημάτων σε ολόκληρη την ανατολική Ουκρανία, ο εμφύλιος πόλεμοςθα βρίσκεται προ των πυλών.

Ένα σύμφωνο  Κιέβου-Μόσχας θα πρέπει να περιλαμβάνει:

  Ένα συμπεφωνημένο  μηχανισμό για την πρόληψη ατυχών περιστατικών μεταξύ των αντιτιθέμενων δυνάμεων στην Κριμαία, και για τον έλεγχο των ριζοσπαστικών ομάδων στις δύο πλευρές, με τη συμμετοχή του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ).
  •        Μια δέσμευση από την Ουκρανία να συνεχίσει να εφαρμόζει τη συμφωνία για παραμονή του στόλου της Μαύρης Θάλασσας στη Σεβαστούπολη, σε συνδυασμό με μια ρωσική επανάληψη της συμμόρφωσης, συμπεριλαμβανομένης της ανάκλησης των επιπλέον στρατευμάτων ώστε  να επιστρέψουν στους στρατώνες τους.
  •      Την  εγγύηση από την Ουκρανία ότι δεν θα αγγίξει τα υφιστάμενα γλωσσικά δικαιώματα των ρωσόφωνων - αντ 'αυτού, τη δέσμευση για ενίσχυση και κατοχύρωση των δικαιωμάτων όλων των μειονοτήτων στην Ουκρανία.
  •    Μια κοινή Επιτροπή Ρωσίας-Ουκρανίας για την προστασία της Ρωσικής Ορθόδοξης πολιτιστικής κληρονομιάς στην Ουκρανία.
  •     Μια συμφωνία για την εφαρμογή ορισμένων θεμελιωδών στοιχείων της συμφωνίας μετάβασης στις 21 Φεβρουαρίου, την ημέρα πριν την εγκατάλειψη της Ουκρανίας από το πρώην Πρόεδρο Γιανούκοβιτς. Το Κίεβο θα πρέπει να επανεξετάσει τη σκοπιμότητα και τη λογική  της προσφοράς θέσεων στην προσωρινή κυβέρνηση στους υπερ-εθνικιστές. Αντ 'αυτού, η προσωρινή κυβέρνηση θα πρέπει πλήρως να συμπεριλάβει όλες τις πλευρές.
  •         Μια αναθεώρηση του συντάγματος, σύμφωνα με τη συμφωνία μετάβασης, για την αντιμετώπιση των υπερβολικών προεδρικών εξουσιών καθώς  και την εξέταση της ενίσχυσης του καθεστώτος αυτονομίας της Κριμαίας και τη χορήγηση πμεγαλύτερης αυτο-διοίκησης και σε τμήματα της ανατολικής Ουκρανίας.
  •         Αποτελεσματικές εγγυήσεις για τη διεξαγωγή ελεύθερων και δίκαιων πρόωρων εκλογών, προσφέροντας ίσες ευκαιρίες σε όλα τα κόμματα και τις κοινότητες.
  •         Τα περισσότερα από αυτά τα βήματα δεν θα είναι σημαντικές παραχωρήσεις εκ μέρους της ουκρανικής κυβέρνησης. Αντιθέτως, αντιπροσωπεύουν τα συνήθη μέτρα που εγκρίνονται στον απόηχο των εθνοτικών συγκρούσεων ή ακόμη και σε εμφύλιο πόλεμο.


Μπορεί να είναι ο μόνος τρόπος για τις αρχές του Κιέβου για να σώσουν τη χώρα τους.

Ο Marc Weller είναι Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Cambridge και υπήρξε σύμβουλος σε μεγάλο αριθμό διεθνών ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων.



Φυσικά, δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε τις επιστημονικές γνώσεις και κύρος του Marc Weller, ούτε την πείρα που έχει συγκεντρώσει στην αντιμετώπιση διεθνών προβλημάτων.

Ωστόσο, είναι προφανές ότι το άρθρο του διακρίνεται από ιδιαίτερα επιλεκτική οπτική στην ανάλυση και ερμηνεία των γεγονότων, λαμβάνοντας τις θέσεις της Δύσης.

ü  Έτσι δεν σχολιάζει καθόλου πώς αυτές οι αρχές δικαίου εφαρμόστηκαν σε πάρα πολλές περιπτώσεις – ίδε Ιράκ, Αφγανιστάν, Λιβύη και αλλού – όπου μονομερώς και χωρίς προηγούμενες εγκρίσεις από διεθνή όργανα, οι δυνάμεις της Δύσης, του ΝΑΤΟ, των ΗΠΑ παρέμβηκαν διαλύοντας κυριολεκτικά αυτά τα κράτη. Καταπατώντας τις αρχές του διεθνούς δικαίου και δημιουργώντας τετελεσμένα.
ü  Το παράδειγμα του Κοσσόβου που παραθέτει δείχνει να «αγνοεί» τις συνέπειες για την εδαφική ακεραιότητα της Σερβίας, ούτε και το γεγονός ότι η περιοχή αυτή αποτελούσε την ιστορική κοιτίδα των Σέρβων.
ü  Ενώ – γενικά σωστά – υποστηρίζει ότι η παρουσία ένοπλων δυνάμεων δεν μπορεί να επιφέρει αλλαγές στο status μιας περιοχής, τι θα είχε πχ να μας πει για την παρουσία των τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο – στρατευμάτων εισβολής και κατοχής – τα οποία συνυπολογίζονται στη νέα προωθούμενη λύση για το Κυπριακό;
ü  Ενώ δεν δέχεται την αρμοδιότητα του τοπικού κοινοβουλίου στην Κριμαία να προχωρήσει μονομερώς σε αποφάσεις για το μέλλον της περιοχής, περνά στα «ψιλά» το πώς ανατράπηκε ο νόμιμα εκλεγμένος πρόεδρος της χώρας, Γιανουκόβιτς – παρά το ότι ήταν, βέβαια, αυταρχικός και ενεχόταν σε ποικίλα σκάνδαλα διαφθοράς και το πώς η νέα «προσωρινή» κυβέρνηση της Ουκρανίας. Αυτά άλλωστε δεν ενοχλούν και πολύ τη δυτική διεθνή κοινότητα όταν αφορούν τα «δικά» της παιδιά, όπως είναι η Τιμοσένκο.
ü  Ούτε σχολιάζει το γεγονός  ότι στους κόλπους αυτής της νέας – «νόμιμης» κατά την άποψη της Δύσης – κυβέρνησης συμπεριλαμβάνονται σκληρά ακροδεξιά υπερεθνικιστικά, ακόμη και νεοναζιστικά στοιχεία. Ούτε αυτά ενοχλούν τόσο πολύ την υπέρμαχο των «ανθρώπινων δικαιωμάτων» Δύση η οποία μια χαρά συνομιλεί μαζί τους. Μιλά ο κ. καθηγητής για «υποτιθέμενες»  απειλές προς τις άλλες εθνικές μειονότητες  - μεταξύ αυτών και την ελληνική. Ενώ πολύ «χλιαρά» καλεί την προσωρινή ουκρανική κυβέρνηση να επανεξετάσει το «συνετό» της ύπαρξης των ultra εθνικιστών και νεοναζιστών στους κόλπους της.

Ο Marc Weller, ενώ χρησιμοποιεί μια αυστηρή γλώσσα εναντίον της Ρωσίας και επιχειρεί να υποστηρίξει τη στρατηγική της Δύσης στην ουκρανική κρίση με θεωρητικά επιχειρήματα και την επίκληση του διεθνούς δικαίου, στη συνέχεια προτείνει μια λύση συμβιβασμού στηριγμένη σε μια αντίληψη «ρεαλισμού» στις διεθνείς σχέσεις και στην επίλυση διεθνών εντάσεων και συγκρούσεων.

Μόνο που – όπως δείξαμε – η προσέγγισή του είναι εξαιρετικά μονόπλευρη και επιλεκτική, προσπαθεί να δώσει ελάχιστα «ψιχία» στη Ρωσία, που άλλωστε και ο ίδιος ομολογεί είναι απλώς τα αυτονόητα σε παρόμοιες περιπτώσεις.

Δεν γνωρίζουμε, λοιπόν, κατά πόσο αυτή ή οι ανάλογες προσεγγίσεις μπορούν να δώσουν ουσιαστική διέξοδο στην ουκρανική κρίση.

Δεν παραγνωρίζουμε, ούτε αγνοούμε το τι είναι το καθεστώς Πούτιν στη Ρωσία – έναν αυταρχικό, συγκεντρωτικό και αντιδημοκρατικό καθεστώς με στενούς δεσμούς με τη ρωσική οικονομική ολιγαρχία.

Ωστόσο, η Ρωσία έχει ιστορικά και γεωπολιτικά συμφέροντα στην περιοχή τα οποία δεν μπορούν να αγνοηθούν.



Ακόμη, δεν μπορούν να υποβαθμιστούν οι αντιθέσεις – οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές – ανάμεσα στα διάφορα τμήματα και περιοχές της Ουκρανίας, ούτε και τα συμφέροντα των εθνοτικών μειονοτήτων, η ισχυρότερη των οποίων είναι η ρωσική.

Κατά συνέπεια, θα έπρεπε και η Δύση, όπως και οι θεωρητικοί της εκπρόσωπο να αναζητήσουν ένα άλλον «ρεαλισμό» που θα αναγνωρίζει τα υπαρκτά συμφέροντα και αντιθέσεις και θα λάμβανε υπόψη πραγματικά όλες τις πλευρές.


Και δεν θα προσάρμοζε το Διεθνές Δίκαιο στα στενά ιδιοτελή της συμφέροντα.