Λοιπόν, μετά από τη διπλή εκλογική αναμέτρηση σχηματίστηκε η
κυβέρνηση.
Τριμερής και αυτή τη φορά.
Με γαρνιτούρα τη Δημοκρατική Αριστερά.
Και βασικούς εταίρους,
τα δικομματικά συνεταιράκια, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ
που ευθύνονται για την κατάντια τη χώρας και την εφαρμογή των Μνημονίων.
Στην ουσία, λοιπόν,
υπήρξε ένα πισωγύρισμα σε σχέση με τις εκλογές της 6ης Μαΐου.
Και μια επί της ουσίας ανακατασκευή του μνημονιακού
καθεστώτος με τη συνδρομή του κόμματος του κ. Κουβέλη.
Βέβαια, υπήρξε το
θετικό στοιχείο της εκτόξευσης του ΣΥΡΙΖΑ στο 27%, αλλά συζητήσιμο είναι αν
αυτό επαρκεί στις ιδιαίτερα κρίσιμες και σκληρές συνθήκες που αντιμετωπίζει η χώρα.
Μια κυβέρνηση, λοιπόν,
που παρέπαιε από την πρώτη στιγμή.
Που παλινωδεί και
οπισθοχωρεί εκποιώντας καταρχάς τις προεκλογικές της εξαγγελίες και στη
συνέχεια το δημόσιο πλούτο και τα δικαιώματα των εργαζομένων.
Σε μια περίοδο που η
ανεργία έχει ξεφύγει από κάθε όριο φτάνοντας στο 22,5% τον Απρίλιο του 2012 ενώ
συνεχίζει να καλπάζει με αυξανόμενους ρυθμούς.
Αφού
η χώρα έχασε και την ελάχιστη ευκαιρία στην τελευταία σύνοδο να συμπαραταχθεί
στην τελευταία ευρωπαϊκή σύνοδο με την Ισπανία και την Ιταλία διεκδικώντας
ευνοϊκότερους όρους.
Και
ενώ η κυβέρνηση και ο νέος υπουργός
οικονομικών διακηρύσσει κάθε στιγμή ότι θα είμαστε «καλά παιδιά» και θα
τηρήσουμε τους αβάστακτους και ιταμούς όρους των Μνημονίων και της δανειακής
σύμβασης.
Μετατρέποντας την «επαναδιαπραγμάτευση» σε «επιμήκυνση»
(λες και οι όροι έχουν καμιά σημασία όταν η κυρίαρχη πολιτική παραμένει η
ίδια).
Μια κυβέρνηση που καλείται στο όνομα εφαρμογής
των «συμφωνηθέντων» να βρει άμεσα πάνω από 3 δις. ευρώ και στην προοπτική 11,6
δις. και βλέπουμε.
Και που ανακαλύπτει «ευαισθησίες»
για τα ειδικά μισθολόγια των ένστολων και ψάχνει «ισοδύναμα» μέτρα – τα οποία όμως
θα ρίξουν τα βάρη αυτά σε άλλες κοινωνικές ομάδες διευρύνοντας τις ανισότητες
και αδικίες, προωθώντας ακόμη και την αύξηση της στρατιωτικής θητείας σε 12
μήνες (λες και αυτό το μέτρο δεν θα επιβαρύνει μεγάλα τμήματα της ελληνικής
κοινωνίας και ειδικότερα τους νέους ανθρώπους).
Το αξιοπερίεργο είναι
ότι η πρόσφατη δημοσκόπηση της Public
Issue
για
τον Σκάι και την Καθημερινή δείχνει το 45% των Ελλήνων να είναι ευχαριστημένοι
αρχικά από την κυβέρνηση.
Σημείο και αυτό της υποχώρησης
στα κριτήρια της κοινής γνώμης, την επίδραση που άσκησαν και ασκούν οι
πολιτικοί και ψυχολογικοί εκβιασμοί καθώς και τη σχετική «κούραση» από τις αλλεπάλληλες
εκλογικές αναμετρήσεις.
Δημοσιεύουμε τα βασικά ευρήματα της δημοσκόπησης
και ορισμένα αρχικά σχόλια.
Σύμφωνα με νέο βαρόμετρο της Public Issue για την Καθημερινή το 45% των ερωτηθέντων δηλώνει πως έχει
διαμορφώσει θετική εντύπωση, ενώ το 43% έχει σχηματίσει αρνητική εντύπωση.
Σε ακόμα πιο ρηχά νερά κινείται η αξιωματική αντιπολίτευση, με το 56% να έχει
μία μάλλον αρνητική εντύπωση για το έως τώρα έργο του ΣΥΡΙΖΑ και μόλις το 31% να τηρεί μία μάλλον θετική εντύπωση.
Με άλλα λόγια η
ρητορική για το σχηματισμό κυβέρνησης «συνεργασίας», οι εκβιασμοί και η
καλλιέργεια φόβου και όλα τα σχετικά μέσα με τη γνωστή υποστήριξη των
συγκροτημάτων του τύπου και των βασικών καναλιών είχε μια πρώτη ευνοϊκή για την
κυβέρνηση στάση των πολιτών.
Με μάλλον ασταθή και συγκυριακό
χαρακτήρα στο βαθμό που τα προβλήματα μένουν σε εκρηκτική κατάσταση.
Ενώ βέβαια και ο ΣΥΡΙΖΑ μάλλον μέχρι στιγμής δεν «πείθει» για την
αντιπολιτευτική του τακτική, όσο και για την ουσία των προτάσεών του – πληρώνοντας
ως ένα βαθμό την ασάφεια και την αντιφατικότητα σε μια σειρά βασικά θέματα, όπως
και ένα βαθμιαίο «γλίστρημα» στις θέσεις του.
Αποδεικνύεται ότι και για το ΣΥΡΙΖΑ
ο δρόμος προς την κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας και της διαμόρφωσης μιας ολοκληρωμένης
και αξιόπιστης εναλλακτικής πρότασης
είναι μακρύς και δύσκολος.
Ανάμικτα καταγράφονται τα αισθήματα
του εκλογικού σώματος και στο ερώτημα εάν η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση μπορεί να
αντιμετωπίσει τα προβλήματα που ταλανίζουν τη χώρα με το 51% να εμφανίζεται
απαισιόδοξο (σίγουρα/μάλλον όχι) ενώ το 47% δηλώνει αισιόδοξο (σίγουρα/μάλλον
ναι) για την ικανότητα της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τα προβλήματα.
Εντύπωση πάντως προκαλεί το γεγονός
ότι, σε σχέση με το Βαρόμετρο Μαΐου, σχεδόν όλες οι δυνάμεις της Αριστεράς, με εξαίρεση το ΠΑΣΟΚ, σημειώνουν μείωση
της δημοτικότητάς τους, ενώ αντίθετα όλα τα Δεξιά κόμματα ανεβαίνουν ή
παραμένουν στάσιμα.
Τη μεγαλύτερη άνοδο σε δημοτικότητα
σημειώνει η Νέα Δημοκρατία (12%) ενώ αύξηση της τάξης του 8% καταγράφεται για
τη Χρυσή Αυγή (!).
Το σχόλιο που έχουμε να κάνουμε για το δείκτη αυτόν είναι ότι είναι
εξαιρετικά ασαφής έως και προβληματικός.
Κάνει λόγο για «δημοτικότητα» των πολιτικών δυνάμεων και όχι για την πολιτική
επιρροή τους συνυπολογίζοντας έτσι για παράδειγμα στη «δημοτικότητα’ του ΣΥΡΙΖΑ
και άλλων αριστερών δυνάμεων τις προτιμήσεις των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ.
Έτσι και η ΔΗΜΑΡ παρουσιάζεται να έχει δημοτικότητα … 60!
Μια τάση που μπορούμε να συνάγουμε είναι
ότι υπάρχει μια βαθμιαία συντηρητική στροφή τμημάτων της κοινής γνώμης.
Όσο προβάλλονται συστηματικά και διευρύνονται τα θέματα που ανήκουν στην
ατζέντα της politics of fear (πολιτικής του φόβου) – λαθρομετανάστευση, εγκληματικότητα σε συνθήκες
οξύτατης οικονομικής κρίσης και ανεργίας χωρίς να εξηγούνται οι πραγματικές
αιτίες που τα δημιουργούν - τόσο ευνοούνται τα δεξιά και ακροδεξιά κόμματα, και
ειδικότερα η Χρυσή Αυγή που εμφανίζει ανοδική τάση στη δημοτικότητά της.
Η ίδια εικόνα διαμορφώνεται και στο ερώτημα καταλληλότητας των πολιτικών
αρχηγών για την πρωθυπουργία, με τον κ. Σαμαρά να απολαμβάνει την υποστήριξη
του 25% (αύξηση 5 μονάδων από το Βαρόμετρο Μαΐου), αφήνοντας δεύτερο τον Αλέξη
Τσίπρα (18%, πτώση 4 μονάδων) και τρίτο τον κ. Βενιζέλο (10%, πτώση 6 μονάδων).
Το θερμό ελληνικό
καλοκαίρι μπορεί να «παγώσει» λίγο τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις ή να
φρενάρει τις κινητοποιήσεις των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων.
Δεν παύει, όμως, να συσσωρεύεται μια «κρίσιμη» μάζα οργής, απόγνωσης
και αδιέξοδων που μπορεί να ξεσπάσει ως και ανεξέλεγκτα από το Σεπτέμβριο και μετά.
Μόνο που ο χαρακτήρας και η
κατεύθυνση που θα πάρουν τα γεγονότα και η τροπή των πολιτικών εξελίξεων δεν
μπορεί να θεωρείται δεδομένη και μονοσήμαντη.
Γι’ αυτό και οι ευθύνες της συνολικής
Αριστεράς, ειδικότερα των δυνάμεων που τάσσονται εναντίον του Μνημονίου, είναι
και μεγαλύτερη και εξαιρετικά σημαντικές τη νέα αυτή περίοδο.