Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2014
TΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΑ ΙΕΡΑ
από τον Μ …
Αναδημοσιεύουμε το άρθρο του κυρίου Πλάντζου, καθηγητή Κλασικής
Αρχαιολογίας του τμήματος Ιστορικού - Αρχαιολογικού του Καποδιστριακού
πανεπιστημίου, αναφορικά με την αρχαιολατρία γύρω από τον τάφο της Αμφίπολης.
Δηλώνουμε την περηφάνια μας που μάς δίδαξε το εισαγωγικό μάθημα στο αντικείμενο,
στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και τον ευχαριστούμε που μας έδωσε την άδεια να
αναδημοσιεύσουμε το κείμενο του.
Ψευδο-ισόδομο σύστημα. Ταφικός περίβολος. Ορθοστάτες.
Εμβάτες και αντιθήματα. Ανωδομή και επιστέψεις. Το τροπάριο της εξειδικευμένης
ανασκαφικής ορολογίας άδεται εν χορώ από ένα αυτοσχέδιο εθνικό ιερατείο που
όμως ξέρει καλά τη δουλειά του. Οι επιστημονικοφανείς πληροφορίες διοχετεύονται
από τα μέσα με έκδηλη ανατριχίλα. 23 μέτρα. 158,40 μέτρα. 497 μέτρα. Διαστάσεις
και συντεταγμένες, φιλολογικά χωρία και εκτιμήσεις των ειδικών, εγκυκλοπαιδικά
στοιχεία και γαργαλιστικές εικασίες εξαπολύονται με ατιθάσευτη ανυπομονησία. Οι
ανασκαφείς «τηρούν σιγή ιχθύος», πληροφορούμαστε. Ναι, καλά. Θέλει το έθνος να
κρυφτεί κι η χαρά δεν το αφήνει. Οι ανασκαφείς έχουν ήδη πει πολλά και έχουν
αφήσει να εννοηθούν πολλά περισσότερα. Ο τάφος είναι δέκα φορές μεγαλύτερος από
τον τάφο του Βασιλιά Φιλίππου στη Βεργίνα, σημειώνουν με νόημα. Φαντασιώνονται
τον επιφανή νεκρό και τα πολύτιμα κτερίσματα που θα τον συνοδεύουν. Με μάτια
χαμηλωμένα και αχνά χαμόγελα μιλούν στις κάμερες δίνοντας τόπο στη φαντασία του
ακροατή. «Tώρα, έφτασε η ώρα η αρχαιολογική σκαπάνη να τα φέρει στο φως και να
μάθουμε, μετά από 2311 χρόνια, τι υπάρχει στον τάφο» λέει με σπασμένη φωνή ο
δημοσιογράφος του τηλεοπτικού ΑΛΦΑ Δράμας. Το έθνος ξανασυναντά τον
φασματικό του προγονικό εαυτό, βγαλμένον «απ’ τα κόκκαλα» των μεγάλων ανδρών
(άντε, και των γυναικών) του παρελθόντος.
«Ο
ταφικός περίβολος χρονολογείται γύρω στο 325/300 π.Χ. και φέρεται να έχει την
υπογραφή του φημισμένου την εποχή εκείνη αρχιτέκτονα Δεινοκράτη, στενού φίλου
του Μεγάλου Αλεξάνδρου.» Ο Μεγάλος Άφαντος της ελληνικής
ιστορίας, το ιερό εκείνο λείψανο της εθνικής μεγαλοσύνης, είναι που κρύβεται
φυσικά πίσω από όλη αυτή τη βουβή υστερία. Κι αν οι φιλολογικές πηγές δεν
αφήνουν καμιά αμφιβολία – παρά μόνον στους πραγματικά απελπισμένους – για το
ότι ο «Μακεδόνας στρατηλάτης» θάφτηκε στην Αίγυπτο, το παιγνίδι ανοίγει για
όλους τους άλλους: από τη χήρα του και τον ανήλικο γιό του ώς τον ναύαρχο ή κάποιον
από τους στρατηγούς που τον συντρόφευσαν στον … εκπολιτισμό της Ανατολής.
«Αρχαιολογικό θρίλερ στην Αμφίπολη», δηλώνει
η αγαπημένη καθημερινή εφημερίδα των Ελλήνων μεσοαστών που θέλουν να φαντάζονται τους
εαυτούς τους ως καλλιεργημένους πολίτες του (δυτικού) κόσμου. «Ένας τάφος που
κόβει την ανάσα», λέει άλλη – ξεχνώντας προς ώρας ότι ο τάφος δεν
έχει ακόμη βρεθεί.
Ένας πρωτοετής φοιτητής αρχαιολογίας διδάσκεται πως οι
υποθέσεις εργασίας είναι κρίσιμες στη δουλειά μας, καθώς μας επιτρέπουν να
χαράσσουμε, ξανά και ξανά, τελειοποιώντας την, την ερευνητική μας στρατηγική.
Μόνο που εδώ δεν υπάρχει καμιά στρατηγική, εκτός από την επικοινωνιακή (που κι
αυτή, μεταξύ μας, δεν διακρίνεται για την ευστοχία της). Το εύρημα είναι όντως
σημαντικό, και ως εκ τούτου χρειάζεται όλη την προσοχή, τον χρόνο και τα
χρήματα που μπορούν να διαθέσουν οι ανασκαφείς του. «Η οροφή θα μας πει αν
έγινε ‘ριφιφί’», διατυμπάνιζε με μια κάπως σιβυλλική ρίμα ημερήσια εφημερίδα στις
23 Αυγούστου. Ο
επιστημονικός λόγος ανταγωνίζεται τη μπαναλιτέ της ελληνικής δημοσιογραφίας: αν
ο τάφος της Αμφίπολης, αναρωτιέται μια ρεπόρτερ «του πολιτιστικού», κρύβει τον
γιο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τότε ποιος βρίσκεται στον τάφο του Πρίγκιπα στη
Βεργίνα; Έλα ντε! Πρόκειται, στην ουσία, για μια πλήρη αντιστροφή της
αρχαιολογικής μεθόδου – όπου ο ερευνητής ανακαλύπτει αυτό που ήδη γνωρίζει.
Πέντε χρόνια πριν, ο νυν πρωθυπουργός, εγκαινιάζοντας,
ως υπουργός πολιτισμού τότε, το νέο Μουσείο της Ακρόπολης, πρωταγωνίστησε σε
ένα ιδιότυπο δρώμενο: φορώντας, μπροστά στις κάμερες, τα λευκά γαντάκια του
συντηρητή αρχαιοτήτων, τοποθέτησε στην τελική του θέση στην έκθεση ένα κεφαλάκι
από τη ζωφόρο του Παρθενώνα. Το μικρό αυτό τελετουργικό προφανώς επινοήθηκε
ώστε να υπενθυμίσει στο τηλεοπτικό κοινό της βραδιάς τον ρόλο του επίσημου
ελληνικού κράτους ως «αρχαιολόγου – θεματοφύλακα» της εθνικής ιστορίας.[1]
Σήμερα, ο ίδιος πολιτικός εμφανίζεται να ηγείται των ερευνών. Είναι εκεί,
παρών, να συνομιλεί με τις σφίγγες που «φυλάσσουν τον τάφο», οραματιζόμενος το
θαύμα παραμονές δεκαπενταύγουστου. Τα τοπικά κανάλια οργιάζουν. Οι δύο ακέφαλες
σφίγγες μετατρέπονται σε γοργόνες αδελφές του Μεγαλέξαντρου. «Πόσο τυχαία
μπορεί να είναι η παρουσία των δύο σφιγγών ως φύλακες στην είσοδο του
μακεδονικού τάφου στην Αμφίπολη;», αναρωτιέται
το Ράδιο Φλώρινα,
συμπληρώνοντας: «εάν επιβεβαιωθεί ότι ο τάφος ανήκει
στον βασιλέα των βασιλέων η ανακάλυψη από μόνη της θα “τελειώσει” ολοκληρωτικά
την προπαγάνδα των Σκοπιανών και βέβαια θα φέρει ένα μεγάλο κύμα τουριστών στην
χώρα στα επόμενα χρόνια, όταν θα καταστεί προσβάσιμος ο χώρος». Ιδού, λοιπόν,
το όχι και τόσο κρυφό αντικείμενο της εθνικής ονείρωξης από καταβολής ελληνικού
κράτους: ανάδειξη δια της αρχαιολογίας της πολιτισμικής και φυλετικής συνέχειας
με το κλασικό παρελθόν, ενίσχυση του εθνικού εξαιρετισμού έναντι των αλλοφύλων
που επιβουλεύονται όσα δικαιωματικά ανήκουν στον περιούσιο λαό, και οι πάντοτε
χρήσιμοι τουρίστες για τους οποίους οργανώνεται η κάπως αυτοσχέδια, αλλά πάντως
εντυπωσιακή αυτή επιτέλεση της εθνικής μοναδικότητας. Ήδη η αποκάλυψη των
«εξαιρετικής τέχνης» Καρυατίδων αναθέρμανε
την παραφιλολογία περί «μεσαίου δαχτύλου» και της ελληνικότητας που υποτίθεται ότι φανερώνει
(κυρίως σε όσους θέλουν να αγνοούν ότι και οι Ρωμαίοι πολύ αγάπησαν αυτό το
μοτίβο και πολύ το χρησιμοποίησαν στη γλυπτική τους).
Από την ανασκαφή, ο πρωθυπουργός δηλώνει: «Η γη της Μακεδονίας μας εξακολουθεί
να μας συγκινεί και να μας εκπλήσσει αποκαλύπτοντας από τα σπλάχνα της
μοναδικούς θησαυρούς, που συνθέτουν, υφαίνουν όλοι μαζί αυτό το μοναδικό
μωσαϊκό της ελληνικής μας Ιστορίας, για το οποίο όλοι οι Έλληνες είναι πολύ
υπερήφανοι». «Ένας μακεδονικός τάφος με αυτές τις
διαστάσεις είναι κάτι μεγάλο και ακόμα μια επιβεβαίωση για την ελληνικότητα της
Μακεδονίας», θα επαναλάβει στη Δ.Ε.Θ. Για άλλη
μια φορά, η ιστορία μεταμφιέζεται σε υπερ-χρονική συγχρονία, οι εποχές και οι
πολιτισμοί εξομοιώνονται, οι σύγχρονοι Έλληνες ταυτίζονται εξ ορισμού με τη γη
που κατοικούν και την ιστορία της, τα διαδοχικά «μας» που εξακοντίζει ο
μακεδονομάχος πολιτικός ισοπεδώνουν τις αποχρώσεις της ιστορικότητας, με τους
ίδιους ρυθμούς που τα σκαπτικά μηχανήματα του Υπουργείου Πολιτισμού μας φέρνουν
πιο κοντά στο όραμα. Κι αν μας δίδαξε κάτι η Βεργίνα, είναι ακριβώς αυτό: οι
αρχαιολογικές αφηγήσεις μπορεί να επιτρέπουν στο έθνος να ονειρεύεται τον εαυτό
του, η συγκρότησή τους όμως απαιτεί από τους αρχαιολόγους εκείνες ακριβώς τις
αρετές που τόσο αγάπησε ο δέκατος ένατος αιώνας – επιστημονισμός,
σχολαστικισμός, τυπολατρία – και που οι ίδιοι προβάλλουν μετ’ επιτάσεως στην
προσπάθειά τους να συνεχίσουν και σήμερα να διεκδικούν τον ρόλο του εθνικού
προφήτη. «Δύο τοίχοι χωρίζουν τους αρχαιολόγους από το εσωτερικό του Τάφου στην
Αμφίπολη» έγραφαν
οι εφημερίδες στις 13 Αυγούστου· κι από πίσω άκουγες κιόλας τους εκσκαφείς να βάζουν
μπροστά τις μηχανές τους.
«Περιμέναμε 2.300 χρόνια για τον τάφο αυτό» δηλώνει ο Υπουργός Πολιτισμού. Η
ανακομιδή των προγονικών λειψάνων ως κορύφωση του εθνικού χρόνου: η ιδέα δεν
είναι καινούργια, το αναμάσημά της όμως από την ελληνική κυβέρνηση προδίδει τις
χρήσεις για τις οποίες προορίζεται η θεσμική αρχαιολογία (και) στα χρόνια της
κρίσης. Κι αυτό είναι, εν τέλει, που ενοχλεί περισσότερο με την εξελισσόμενη
εποποιία της Αμφίπολης – πέρα από τον υπερβάλλοντα ζήλο των υπευθύνων και την
μηντιακή έξαρση την οποία τροφοδοτεί (και αντίστροφα). Διαχρονικά, η ντόπια
άρχουσα τάξη ενεργοποιεί συστηματικά το αρχαιολατρικό ήθος ως βιοπολιτικό
εργαλείο, ως μηχανισμό οργάνωσης ατόμων και ομάδων ανάλογα με την προσήλωση που
εμφανίζονται να διαθέτουν απέναντι στο νεοκλασικό ιδεώδες, επί του οποίου
(ανα)στηλώθηκε η Ελλάς με τη μορφή εθνικού κράτους στις παρυφές της δυτικής
νεωτερικότητας.[2]
Επιστήμονες και καλλιτέχνες, εργάτες – αγρότες – φοιτητές, δεξιοί και αριστεροί
(ιδίως οι τελευταίοι) υποχρεούνται να ομνύουν στο φάσμα της κλασικής
αρχαιότητας, να επιτελούν την μνήμη ενός ένδοξου, αν και καθόλα επινοημένου,
αρχαιοελληνικού παρελθόντος. Οι βιοπολιτικές εφαρμογές του (νεο)κλασικού
ιδεώδους στα χρόνια της κρίσης προσλαμβάνουν διαστάσεις θανατοπολιτικής.[3]
Στη χώρα όπου ο Ξένιος Δίας και ο Θησέας των αρχαίων επιστρατεύονται ως
μηχανισμοί διάκρισης του ντόπιου πληθυσμού σε επιθυμητά υποκείμενα και σε
ανεπιθύμητα μη-όντα, η Αμφίπολη (κατά το πρότυπο της Βεργίνας) προορίζεται να
καταστεί για τους γηγενείς ό,τι και η Αμυγδαλέζα για τους αλλόφυλους: ένα
δυστοπικό πεδίο σωματικής και ηθικής επιτήρησης. «Αυτή είναι η δύναμη του
ελληνικού πολιτισμού και του ελληνισμού», θα
επισημάνει ο Ευάγγελος Βενιζέλος στη Δ.Ε.Θ.
Γιατί το πραγματικό διακύβευμα της Αμφίπολης δεν είναι ούτε η τήρηση της
ανασκαφικής δεοντολογίας ούτε οι απροκάλυπτες παρεμβάσεις πολιτικών και
δημοσιογράφων στο έργο των αρχαιολόγων (αν πιστέψεις μάλιστα τους τελευταίους,
την διενέργεια της ανασκαφής και την αξιολόγηση των ευρημάτων έχει αναλάβει
αυτοπροσώπως ο πρωθυπουργός). Κι αν στην Βεργίνα προσπαθούν ακόμη, τόσα χρόνια
μετά, να αποφασίσουν σε ποιον ανήκουν τα οστά που βρέθηκαν στον λεγόμενο «Τάφο
του Φιλίππου»,[4] στην Αμφίπολη βλέπουμε ήδη να στήνεται
ένα παρόμοιο νεκροπολιτικό σκηνικό. «Όποιος κι αν είναι θαμμένος στην Αμφίπολη,
είναι Έλληνας», προφήτευσε από άμβωνος ο Άνθιμος Θεσσαλονίκης στις 17
Αυγούστου. Θαμμένα, μισοκαμμένα, ή και επί του παρόντος λανθάνοντα, τα αρχαία
κόκκαλα επιστρατεύονται ώστε να εξαγνιστεί «η γη της Μακεδονίας μας» και να
αποδοθεί «η ελληνική μας Ιστορία» στους δικαιούχους της, την ίδια στιγμή που το
νεοελληνικό κράτος, υποδυόμενο τον αρχαιολόγο κατά την προσφιλή του συνήθεια,
σπεκουλάρει με τα αρχαία λείψανα επιδιώκοντας να εδραιώσει την εξουσία του επί
του βίου των μοντέρνων υπηκόων του, γηγενών και μη.
________________________________
[1] Δ. Πλάντζος, «Η Κιβωτός και το
Έθνος: ένα σχόλιο για την υποδοχή του Νέου Μουσείου Ακροπόλεως», Σύγχρονα
Θέματα 106 (Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2009), σελ. 14-18: Κατεβάστε το κείμενο εδώ.
[2] Βλ. και Δ. Πλάντζος, «Pourquoi la
Grèce?», UNFOLLOW 18 (Ιούνιος 2013), σελ. 30-35. Βλ. αναδημοσίευση
στο Τεχνηέντως.
[3] Δ. Παπανικολάου, «Καλή ζωή στην
αποικία: σωφρονισμός, βιοπολιτική, θανατοπολιτική», UNFOLLOW 16 (2013), σελ.
24-29. Βλ. αναδημοσίευση
στο Τεχνηέντως.
[4] Δ. Πλάντζος, «Τα ορφανά του
Αλεξάνδρου», The Athens Review of Books 30 (Ιούνιος 2012), σελ. 51-54.
___
Ως Νέος Μέτοικος
θα θέλαμε να προσυπογράψουμε στα περισσότερα σημεία τις διαπιστώσεις του καθηγητή, Δημήτρη Πλάντζου.
Γιατί είναι γεγονός ότι στην – κατά τα άλλα σπουδαία –
αρχαιολογική ανακάλυψη και ανασκαφή, επιχειρείται μια πολύπλευρη εκμετάλλευση.
Ιδεολογική και
πολιτική από το περιβάλλον του Αντώνη Σαμαρά (με το γνωστό ακροδεξιό και
εθνικιστικό προφίλ), με μια αγοραία
ρητορική που τελείως απλοϊκά και αντιεπιστημονικά προσπαθεί να βρει
νέες «δάφνες» επιτυχίας, κάνει λόγο για «εθνικούς
θριάμβους» και άλλα ηχηρά.
Σε μια προσπάθεια αποπροσανατολισμού της κοινής
γνώμης και καλλιέργειας ενός ψευδεπίγραφου κλίματος «εθνικής» ευφορίας.
Συνεπικουρούμενος, όπως
πάντα, από μια συγχορδία δημοσιογράφων και mainstream μέσων
ενημέρωσης, τα οποία συναγωνίζονται στο ποιο θα δώσει τη πιο ευφάνταστη - και συνήθως ψευδοεπιστημονική – εκδοχή στην
υπό εξέλιξη έρευνα.
Για μια ακόμη φορά, δηλαδή, … «Ελλάς, το μεγαλείο σου …»
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου