Τετάρτη 7 Μαρτίου 2012

Τι θα συμβεί μετά από μια επίθεση του Ισραήλ στις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν – εφιαλτικά σενάρια και πολιτικά παιχνίδια εν όψει και των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ. Οι άνεμοι του πολέμου στην Εγγύς Ανατολή




 Το αμερικανικό περιοδικό  στρατηγικής και διεθνών σχέσεων Foreign Affairs παρουσίασε μια ενδιαφέρουσα ανάλυση των εξελίξεων και των τάσεων που διαμορφώνονται – και είναι ιδιαίτερα απειλητικές – στην αντιπαράθεση του Ισραήλ με το Ιράν.

 Πρόκειται για θέματα με τεράστια γεωπολιτική σημασία αφού εμπλέκονται τα στρατηγικά συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων του πλανήτη, τα συμφέροντα των πολυεθνικών του πετρελαίου και της πολεμικής και κατασκευαστικής βιομηχανίας.




 Έχουν επίσης την περιφερειακή τους διάσταση αφού επηρεάζουν όλα τα κράτη της ευρύτερης περιοχής, χωρίς να εξαιρείται και η Ελλάδα.

Προβάλλουν επίσης ιδιαίτερα απειλητικά σενάρια όπου εμπλέκονται δυνάμεις καταστροφής και ακραίες ως και τυχοδιωκτικές απόψεις.

 Το Foreign Affairs επισημαίνει ότι: «η συζήτηση στο Ισραήλ για μια επιχείρηση εναντίον του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν επικεντρώνεται στο κατά πόσον ή όχι θα πρέπει να επιτεθεί ν Ιερουσαλήμ, και όχι στο τι μπορεί να συμβεί αν το κάνει. Η έλλειψη δημόσιας συζήτησης σχετικά με την "επόμενη ημέρα" μπορεί να αφήσει το Ισραήλ τόσο απροετοίμαστο  και στο να επιτεθεί όσο και στο να αμυνθεί.

 Επίσης, σε μεγάλο βαθμό απουσιάζει από τη δημόσια ανάλυση στο Ισραήλ το ερώτημα πώς μια εκστρατεία βομβαρδισμού των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν θα επηρεάσει τις παγκόσμιες αγορές ενέργειας. Ως μια μικρή χώρα με περιορισμένη παγκόσμια προοπτική, το Ισραήλ χρειάζεται σπάνια να εξετάσει τον διεθνή αντίκτυπο των δράσεών του. Οι λίγοι Ισραηλινοί αναλυτές που έχουν μελετήσει το ζήτημα αυτό έχουν την τάση να υποτιμούν την πρόθεση του Ιράν, και την ικανότητα, να πραγματοποιήσει την απειλή  να κλείσει τα Στενά του Ορμούζ. Τον περασμένο μήνα, για παράδειγμα, ο Άμος Γιαντλίν, ο πρώην διευθυντής των στρατιωτικών υπηρεσιών πληροφοριών του Ισραήλ, και ο  Γιόελ Guzansky,  πρώην επικεφαλής του γραφείου του συμβουλίου εθνικής ασφάλειας του Ισραήλ, υποστήριξαν σε ένα  paper για το INSS ότι είναι εξαιρετικά αμφίβολο ότι το Ιράν θα μπλοκάρει τη ναυσιπλοΐα».

 Η συζήτηση και οι αναλύσεις στο Ισραήλ έχουν την τάση να υπερτιμούν την πίστη στις στρατιωτικές ικανότητες της χώρας ενώ υποτιμούν τις αντίστοιχες του Ιράν ή τα διεθνή ερείσματα και τις αντιδράσεις φιλικών δυνάμεων προς αυτό. Ή ακόμη ισλαμικών δυνάμεων όπως η Χεζμπολάχ ή ακόμη πιο ακραίων ομάδων.

Το Foreign Affairs συνεχίζει την ανάλυσή του επισημαίνοντας:

  «Η έλλειψη ετοιμότητας στο Ισραήλ είναι ακόμη πιο ανησυχητική υπό το φως του γεγονότος ότι οι Ισραηλινοί αναλυτές έχουν περάσει λίγο χρόνο για να συζητήσουν μια στρατηγική εξόδου. Μια ισραηλινή επίθεση θα μπορούσε να ακολουθήσει μια έκδοση των προηγούμενων επιθέσεων εναντίον των πυρηνικών προγραμμάτων του Ιράκ και της Συρίας, τα οποία δεν οδήγησαν  σε γενικευμένες συγκρούσεις. Ή, ακολουθώντας το παράδειγμα του 1982, της εισβολής του Ισραήλ στο Λίβανο, θα μπορούσε να προκαλέσει ένα παρατεταμένο πόλεμο.



  Αυτή η επίθεση, με σκοπό να εξαλείψει την απειλή των ένοπλων παλαιστινιακών ομάδων εντός δύο ημερών, αντί να διαρκέσει 18 έτη, συνέβαλε αντιθέτως στην ενδυνάμωση ενός νέου εχθρού για το Ισραήλ, της Χεζμπολάχ. Ομοίως,  η εισβολή του Ισραήλ στο Λίβανο το 2006 δεν είχε σαφή στρατηγική εξόδου και διήρκεσε απροσδόκητα 33 ημέρες, καταλήγοντας σε πλήρη σύγχυση. Χωρίς μια σοβαρή δημόσια συζήτηση για την πιθανότητα ενός μεγάλου πολέμου με το Ιράν, το Ισραήλ θα μπορούσε να εκτεθεί σε μια εκτεταμένη σύγκρουση μένοντας απροετοίμαστο να προβλέψει την εξέλιξή της και να υπερασπιστεί τους πολίτες του.

 Οι Ισραηλινοί ηγέτες δεν έχουν καταφέρει να αντιμετωπίσουν την επίδραση ενός «παγώματος» στις σχέσεις ΗΠΑ-Ισραήλ. Υπάρχει, βέβαια, πολύ συζήτηση για το αν οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ συμφωνούν όσον αφορά την ανάγκη για ένα τέτοιο πάγωμα, και, αν ναι, πότε θα πρέπει να συμβεί. Μέχρι στιγμής, φαίνεται, ότι η Ιερουσαλήμ και η  Ουάσιγκτον παραμένουν ενωμένες στην αντίθεσή τους προς το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, αλλά δεν έχουν ακόμη συμφωνήσει σχετικά με το χρόνο για τη στρατιωτική δράση.

 Πράγματι, το Ισραήλ αρνήθηκε να δεσμευτεί ότι θα  προειδοποιήσει την Ουάσιγκτον πριν από μια επίθεση. Σε περίπτωση που το Ισραήλ βομβαρδίσει το Ιράν, θα μπορούσε να προκαλέσει εύκολα μια κρίση ακόμα και αν είχε προειδοποιήσει προηγουμένως τις Ηνωμένες Πολιτείες, ειδικά εάν η κυβέρνηση Ομπάμα θα πρέπει να παρέμβει».

Επικίνδυνοι σχεδιασμοί από τυχοδιώκτες πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες που επανειλημμένα έχουν γράψει τη διεθνή έννομη τάξη στα παλαιότερα των υποδημάτων τους.

 Το πρόβλημα γίνεται πιο περίπλοκο καθώς εμπλέκεται στην πολιτική αντιπαράθεση στις ΗΠΑ σχετικά με τις προεδρικές εκλογές.

  Ο ισραηλινός πρωθυπουργός, Μπεναμίν Νετανιάχου,  μιλώντας σε ένα πολυπληθές ακροατήριο στις ΗΠΑ (περίπου 13.000 συνέδρους) στο American-Israel Public Affairs Committee (Aipac) ανέφερε:

Το  Ισραήλ «είναι αποφασισμένο να εμποδίσει το Ιράν έχει πυρηνικά όπλα» και «δυστυχώς, το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν συνεχίζει να βαδίζει προς τα εμπρός».

 Με δεδομένη την ισχυρότατη επιρροή του ισραηλινού λόμπυ στις ΗΠΑ, ακόμη και στο Δημοκρατικό Κόμμα, έχουν σημασία οι δηλώσεις του προέδρου Ομπάμα, στο ίδιο Συνέδριο, την περασμένη Κυριακή.

Ο  Ομπάμα ανέφερε ότι υπήρξε μια πάρα πολύ "χαλαρή συζήτηση” για πιθανό  πόλεμο με το Ιράν, η οποία άλλωστε ωφελεί την Τεχεράνη, καθώς οδηγεί σε αύξηση της τιμής του πετρελαίου, κάτι που τελικά ευνοεί τη χρηματοδότηση του πυρηνικού  του προγράμματος.

Είπε επίσης  ότι το Ιράν έχει απομονωθεί και υπάρχει μια ευκαιρία "για διπλωματία – που θα υποστηρίζεται από διεθνή πίεση - για να πετύχουμε".

«Οι ηγέτες του Ιράν πρέπει να γνωρίζουν ότι δεν έχω μια πολιτική συγκράτησης - Έχω μια πολιτική που αποσκοπεί να εμποδίσει το Ιράν να αποκτήσει πυρηνικά όπλα", ανέφερε χαρακτηριστικά.

«Και όπως έχω καταστήσει σαφές ξανά και ξανά κατά τη διάρκεια της προεδρίας μου, δεν θα διστάσω να κάνω χρήση βίας όταν είναι απαραίτητο για να υπερασπιστώ τις Ηνωμένες Πολιτείες και τα συμφέροντά τους."

Είναι φανερό ότι όσο πλησιάζουν οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ οι τόνοι θα ανεβαίνουν.

Ας μην ξεχνάμε ότι και ο πρόεδρος των Δημοκρατικών, Μπιλ Κλίντον, εξαπέλυσε την επίθεση εναντίον της Σερβίας, λίγους μήνες πριν τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές.

Η ρητορική αυξάνεται καθώς ορισμένοι ακραίοι   υποψήφιοι των Ρεπουμπλικάνων  τάσσονται υπέρ της επέμβασης στο Ιράν!

 Οι εξελίξεις αυτές έχουν προκαλέσει και τις αντιδράσεις των εκπροσώπων του κινήματος Occupy Wall Street, οι οποίοι μαζί με άλλους ακτιβιστές προκάλεσαν μια παράλληλη συνέλευση-διαδήλωση έξω από την AIPAC.



 Οι εξελίξεις αυτές, επίσης, εμπλέκουν και τη χώρα μας σε τρία τουλάχιστον επίπεδα.

 Στρατηγικά η χώρα έχει υπό την κυβέρνηση Παπανδρέου έχει συγκλίνει με το Ισραήλ. Άρα είναι εκτεθειμένη σε πιθανές αντιδράσεις.

  Δεύτερον, επηρεάζεται άμεσα από πιθανό εμπάργκο στο ιρανικό πετρέλαιο με ανυπολόγιστες συνέπειες για την εθνική οικονομία, στις τιμές των καυσίμων και τελικά στο δείκτη τιμών και στο επίπεδο ζωής των απλών ανθρώπων.

Θα πρέπει στον υπολογισμό, επίσης, να ληφθεί υπόψη και το γεωστρατηγικό παιχνίδι για τον έλεγχο των νέων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου στην περιοχή και στα ελληνικά υποθαλάσσια «οικόπεδα».

Οι εξελίξεις που προδιαγράφονται είναι εξαιρετικά σοβαρές.

Ιδιαίτερα αυτό αν το συνδέσει κανείς με τα γεγονότα στην ευρύτερη περιοχή η οποία βρίσκεται σε εξαιρετική αστάθεια.

Θυμίζουμε τα δραματικά γεγονότα στη Συρία.

Και την τελευταία εξέλιξη στην πολύπαθη Λιβύη όπου φαίνεται να αποκαλύπτεται το νέο τοπίο στη μετά Καντάφι εποχή.



Έτσι, οι τοπικοί ηγέτες των φυλών στην  - πλούσια σε πετρέλαια – ανατολική Λιβύη ανακήρυξαν προχτές την ημι-αυτονομία της περιοχής.

Η απόφαση λήφθηκε σε σύσκεψη που  συμμετείχαν τουλάχιστον 2.000 άτομα κοντά στην ανατολική πόλη της Βεγγάζης.

Οι υποστηρικτές της κίνησης υποστηρίζουν ότι η περιοχή, γνωστή ως Κυρηναϊκή, έχει παραμεληθεί για δεκαετίες και ότι οι ντόπιοι θα πρέπει τώρα να αποφασίσουν για τις τοπικές υποθέσεις.


Όμως, το κυβερνών Εθνικό Μεταβατικό Συμβούλιο τάχθηκε κατά της ομοσπονδιοποίησης, εν μέσω φόβων ότι θα μπορούσε να διαλύσει τη Λιβύη.

Το σύνολο των εξελίξεων είναι απειλητικό.



Οι άνεμοι του πολέμου αρχίζουν να φυσούν στην ευρύτερη περιοχή και χρειάζεται ιδιαίτερη εγρήγορση από τις φιλειρηνικές και σώφρονες δυνάμεις.

Όπως θα χρειαστεί και η ευαισθητοποίηση και κινητοποίηση των πολιτών.

Όμως, στη φτωχή, τη χειμαζόμενη από την οικονομική κρίση και την πλήρη ανεπάρκεια και ανικανότητα των πολιτικών της ηγετών, Ελλάδα μια τέτοια συζήτηση αποτελεί «ψιλά γράμματα». 

Δεν υπάρχουν σχόλια: