Σάββατο 24 Μαΐου 2014

Είμαι Στριμωγμένος, Φίλε - Πέτρος Κουμπλής


«Είμαι στριμωγμένος, φίλε.» μου είπε , με φωνή απελπισμένη.
«Φοβάμαι για τα παιδιά μου. τι θ’ απογίνουν; Πες μου. Τι θ’ απογίνει η γυναίκα μου; Ο γέρος πατέρας μου; Πες μου, σε παρακαλώ. Πες μου, έχω εγκλωβιστεί. δεν αντέχω άλλο».

Δεν ήξερα ακριβώς τι έλεγε. Πώς περίμενε να του απαντήσω; Τι να του πω; Έμοιαζε πάντως πολύ περίεργο, να τα λέει όλα αυτά σε κάποιον όπως η αφεντιά μου. Πόσο εγκλωβισμένος θα μπορούσε να είναι δηλαδή; Πόσο πιο πολύ από μένα;

Είμαι ένας σκύλος, ένας μπασταρδάκος που σίγουρα αν με βλέπατε θα λέγατε πως μοιάζω με εκατομμύρια άλλους τριχωτούς κοπρίτες αυτού του κόσμου. Όμως όλη μου τη ζωή την έχω περάσει εδώ. Δεμένος. Κυριολεκτικά όλη μου τη ζωή. Ήταν μόνο λίγος καιρός από τότε που γεννήθηκα, όταν τ’ άγρια όρθια ζώα που καμιά φορά με χτυπάνε ή μου φωνάζουν «Σκάσε», αποφάσισαν πως οι παιδικές μου αταξίες θα μπορούσαν να τους χαλάσουν τον κήπο. Από τότε με έδεσαν εδώ. Και δε με άφησαν ποτέ ξανά ελεύθερο. Φτάνω όπου φτάνει η αλυσίδα μου.

Στην πραγματικότητα δεν ήμουν ποτέ ένας μικρός γλυκούλης σκύλος. Δεν υπάρχεις ως κουτάβι, αν δεν βρεθούν παιδιά να σ’ αγαπήσουν. Δεν καταλαβαίνεις ζωή, αν δε βρεθεί κάποιος να τον αγαπήσεις κι εσύ. Και δεν βρήκα κανέναν. Δεν υπήρχε ποτέ κανένας. Μόνο κάτι σκιές τα βράδια. Αυτές τις σκιές άκουσα να τις αποκαλούν «κλέφτες». Δεν ξέρω τι είν’ αυτό. Κι αφού δεν μπορούσα να αγκαλιάσω σκιές με τις πατούσες μου, αποφάσισα να τους γαβγίζω. Θα υπερασπιζόμουν αυτό το ελάχιστο που μου αναλογούσε.

Τ’ άγρια όρθια ζώα δεν τ’ αγάπησα αληθινά ποτέ μου, αλλά νιώθω ευγνωμοσύνη και κουνάω την ουρά μου, όταν μου αφήνουν φαγητό τα μεσημέρια. Από εκείνους εξαρτάται η ζωή μου. Αν δεν έρθει η δόση του φαγητού θα πεθάνω. Εκείνοι αποφασίζουν για την κάθε μέρα μου. Που είναι φρικτά ίδια με την προηγούμενη. Και την επόμενη.

«Είμαι στριμωγμένος, φίλε.», μου ξανάπε. Ήταν αυτός ο άγνωστος, με το σκαμμένο πρόσωπο, που τον τελευταίο καιρό ερχόταν στα μέρη μου, χωρίς να κάνει κάτι ιδιαίτερο. Καθόταν ακριβώς απέναντί μου, πάνω στον μικρό βράχο που δημιουργούσε ένα άνετο κάθισμα κάτω από το δέντρο. Σκεφτόταν. Και μετά άρχιζε να μου μιλάει.

«Είναι άδικος ο κόσμος. Μπορεί να γεννηθείς και να σαι ένα άκακο πτηνό μέσα σε ορνιθοτροφείο. Να σε στριμώχνουν βάρβαρα σ’ ένα κελί, να σε παχαίνουν γρήγορα για να σε κρεμάσουν μετά γδαρμένο στο τσιγκέλι. Άδικη ζωή, αλλά κανείς δεν ξέρει τι είπες με τα κακαρίσματά σου λίγο πριν φύγεις. Δεν την ξέρουν τη γλώσσα σου.

Μπορεί να γεννηθείς σαν κι εσένα, ένας σκύλος που θα ζήσει στριμωγμένος σε μια μικρή αυλή, δεμένος για πάντα. Ποιος θα πει την ιστορία σου; Πάντοτε θα υπάρχουν άλλες, πιο δύσκολες ιστορίες. Σ είχα δει κι εγώ μικρό σκύλο, πριν καιρό. Είσαι τριών χρόνων το ξέρεις; Δεν το ξέρεις. Στενοχωρήθηκα που σου ‘χαν φερθεί έτσι τότε. Θα μπορούσα ίσως να σ’ είχα σώσει. Αλλά δεν έκανα κάτι. Δεν πήγα να τους μιλήσω.  Δεν ήθελα να μπλέξω. Ήδη είχα τα δικά μου. Γιατί ξέρεις. είναι δύσκολο να είσαι άνθρωπος.
Ναι, μπορεί να γεννηθείς άνθρωπος. Να σαι στριμωγμένος σ’ ένα τετράγωνο τσιμεντένιο κουτί κι από πάνω να πέφτουν βόμβες. Να σαι στριμωγμένος σ’ ένα δουλεμπορικό. Και να πνιγείς πριν σε δεις να μεγαλώνεις. Μπορεί να σαι κάπου μακριά. Υπάρχει μια χώρα που τη λένε Ζάμπια. Την ξέρεις τη Ζάμπια; Τι σου λέω.. δεν ξέρεις ούτε τη δίπλα γειτονιά. Είναι όλα τόσο μακριά για σένα. Εκεί λοιπόν, σ αυτή την χώρα, οι άνθρωποι προσπαθούν να κολλήσουν AIDS. Θέλουν επίτηδες ν’ αρρωστήσουν, γιατί έτσι έχουν περισσότερες ελπίδες να τους δώσουν ένα πιάτο φαί οι γιατροί. Κι όσο αντέξουν με την ασθένεια., όσο αντέξουν θα το παλέψουν. Αλλά χωρίς αυτήν, είναι δύσκολο να βρουν κάτι να φάνε αύριο. Το καταλαβαίνεις; Καταλαβαίνεις τι συμβαίνει; Καταλαβαίνεις ;;;

Αλλά κι εδώ δίπλα, δυο χιλιόμετρα απ’ το σπίτι σου, μικρέ μου σκυλάκο. Αν μπορούσες ν’ ανέβεις στο δέντρο θα ‘βλεπες το νοσοκομείο. Εκεί που πηγαίνουν οι άστεγοι και παρακαλούν , ικετεύουν τους γιατρούς να τους κάνουν εισαγωγή, για να μπορέσουν να χουν τροφή το βράδυ.
Τα δικά μου τα ξέρεις. Τα χεις ακούσει με το ζόρι. Πώς θα βρω να πληρώσω; Πώς; Σε τι έφταιξα; Σε τι έφταιξαν τα παιδιά μου; Τα μικρά μου τα παιδάκια. η ζωή μου όλη.

Αυτά δε μπορώ να τα πω σε κανέναν πια. Σε κανέναν. Οι άνθρωποι δεν ακούνε. Ποτέ δεν ακούνε. Γι’ αυτό τους φοβάμαι. Γι’ αυτό τα λέω σε σένα. Που δε μπορείς να με δαγκώσεις. Δε φτάνεις να με δαγκώσεις».

Ρωτάτε αν θα τον δάγκωνα; Το μοναδικό που ξέρεις να κάνεις όταν δεν είσαι ελεύθερος, είναι να προκαλείς πόνο.

«Είμαι στριμωγμένος, φίλε.» ,μου ξανάπε. « Κι είσαι ο τελευταίος που μπορώ να το πω και ίσως με καταλάβει».

Όχι, δεν καταλάβαινα. Όλους αυτούς που έλεγε δεν τους είχα γνωρίσει, δε μιλούσα τη γλώσσα τους, δεν είχα ταξιδέψει μέχρι την πατρίδα τους. Η αλυσίδα ξέρετε. δεν θα μ άφηνε ποτέ να ταξιδέψω. Στα όνειρα μου έβλεπα κάποτε πράσινα λιβάδια, εκεί έτρεχα σαν να ‘ταν η τελευταία μέρα της ζωή μου. Μετά ξέχασα τι είναι τα λιβάδια. Ονειρευόμουν να τρέξω στον απέναντι κήπο. Αυτόν που κοιτούσα κάθε μέρα – και νύχτα, περιμένοντας τους κλέφτες – αλλά η αλυσίδα μου δε μ’ άφηνε. Μετά ονειρευόμουν το απέναντι δέντρο. Ας κατάφερνα να βρεθώ έστω εκεί. Να σηκώσω το ποδάρι μου και να μαρκάρω τον κορμό του για πάντα. Αλλά ούτε εκεί μπορούσα. Με το που πήγαινα να τρέξω η αλυσίδα απότομα μ’ επέστρεφε στην πραγματικότητά μου. Πολλές φορές μου κοβόταν η ανάσα, όταν αποφάσιζα να πάρω μεγάλη φόρα και να πετάξω απέναντι. Για ώρα ξερνούσα μετά, τρίχες, αμάσητες τροφές και σάλια.

«Είναι αργά πια. Είμαι στριμωγμένος, φίλε» μου είπε για τελευταία φορά. Και χάθηκε στους άγνωστους για μένα τόπους.

Πέρασε ο καιρός. 24 δόσεις μετά (μετράω τη ζωή μου με τις δόσεις από κόκαλα και αποφάγια που μου πετούν. Δεν ξέρω άλλη μονάδα μέτρησης). Ο ήλιος βρισκόταν ακριβώς από πάνω μου. Μόνο μια μικρή γωνιά είχε σκιά. Ζαλισμένος από τη ζέστη δεν είχα καταλάβει πως εκείνο το άγνωστο πλάσμα με τα δυο πόδια και τις πνιχτές εξομολογητικές κουβέντες βρισκόταν σχεδόν δίπλα μου. Μα τι κάνει; Τι κάνει εκεί;;;

Α! Ναι! Ναι, το τόλμησε να με πλησιάσει. Όση ώρα εγώ είχα κλειστά τα μάτια μου , εκείνος τραβούσε την αλυσίδα μου με όλη του τη δύναμη , μέχρι να την σπάσει. Για πρώτη φορά ένιωθε το σώμα του ν’ ακολουθεί την σκέψη , για πρώτη φορά ήθελε να κάνει πράξη όσα μου ψιθύριζε. Είχε πάρει την απόφασή του. Θα μ’ ελευθέρωνε.

Γύρισα απότομα το κεφάλι μου προς το μέρος του. Τα βλέμματά μας συναντήθηκαν. Τον ξέρω αυτόν το τρόμο. Τον βλέπω να καθρεφτίζεται στο μικρό λάκκο, όταν κοιτάζω φοβισμένος πως μου τελειώνει το νερό.

Μείναμε ακίνητοι. Τελείως ακίνητοι.
Λίγες στιγμές. Ελάχιστες.
Και τότε τα δόντια μου όρμησαν για τον λαιμό του.


( Το κείμενο δημοσιεύει στο Νέο Μέτοικο ο Μ … )

Δεν υπάρχουν σχόλια: