Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010
Οι επιχειρησιακές συμβάσεις και η κρίση του συνδικαλιστικού κινήματος
Η επιβολή των επιχειρησιακών συμβάσεων με τις συνοπτικές – και βαθύτατα αντιδημοκρατικές διαδικασίες – μπήκε στην τελική φάση εφαρμογής.
Δημιουργείται έτσι το πλαίσιο για την οριστική ανατροπή του εργασιακού και κοινωνικού χάρτη στη χώρα μας.
Η ριζική αυτή ανατροπή στηρίχτηκε αρχικά στον ιδεολογικό, πολιτικό και ψυχολογικό εκβιασμό της κυβέρνησης και των υποστηρικτών αυτών των μέτρων, και με πλήρη ενορχήστρωση των κυρίαρχων ΜΜΕ, για την «καταστροφή» της χώρας στο βαθμό που δεν εφαρμοζόταν το μνημόνιο.
Στο ιδεολόγημα, επίσης, και στη στοχοποίηση σε πρώτη φάση των δημοσίων υπαλλήλων. Όσοι «χάρηκαν» τότε για τις περικοπές σε μισθούς και συντάξεις των δημοσίων έβλεπαν αρκετά κοντόφθαλμα.
Φυσικά δεν θα έμενε απέξω κι ο ιδιωτικός τομέας.
Άλλωστε κάτι τέτοιο το επιδίωκαν επίμονα εδώ και 25 χρόνια – άλλοτε με τη μορφή των «νέων εργασιακών σχέσεων», της «ευελιξίας», της «απασχολησιμότητας» και άλλων ευφυολογημάτων που πάντα στόχο είχαν την αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων προς όφελος των ολίγων του χρήματος.
Ο τρίτος «πυλώνας» της ανατροπής ήταν η μεθόδευση σε συμπαιγνία της κυβέρνησης, των εκπροσώπων της εργοδοσίας (ΣΕΒ και άλλων) και φυσικά της συνδικαλιστικής ηγεσίας.
Σε αντίθεση με την περικοπή των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, η μεθόδευση για τις επιχειρησιακές συμβάσεις, στηρίχτηκε στην προσπάθεια να εμφανιστεί ως αποτέλεσμα διεργασιών μεταξύ των «κοινωνικών εταίρων»
Εκείνο που πρέπει να τονιστεί, βεβαίως, είναι ότι η κυβέρνηση δεν κάνει το χατίρι στην τρόικα. Εξυπηρετεί παρά πολύ καλά και εκείνα τα συμφέροντα – της μεγαλοεργοδοσίας, του ΣΕΒ, των μεγάλων εκδοτικών συμφερόντων που τη στήριξαν φανατικά και ώθησαν σ’ αυτές τις κατευθύνσεις. Δεν είναι μόνο οι διάφοροι «Ντομινίκ», Όλι Ρεν, Μπαρόζο, Μέρκελ, Τρισέ και άλλοι κερδοσκόποι, μεγαλοδανειστές, που έχουν την ευθύνη γι’ αυτές τις εξελίξεις.
Είναι και οι εγχώριοι «συνεργάτες» και εταίροι τους.
Η υπογραφή και η ευθύνη είναι της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου, της κατά τα άλλα «σοσιαλιστικής» και της κυβέρνησης που ακόμη δεν «κοκκινίζει» όταν μιλά για «κοινωνική δικαιοσύνη.»
Ποιες είναι οι εξελίξεις, όμως, και σε τι θέτει την υπογραφή της αυτή η κυβέρνηση;
Στην πλήρη αποδιάρθρωση των κοινωνικών κεκτημένων και των εργασιακών δικαιωμάτων, ανατρέποντας το εργασιακό στάτους περίπου ενός αιώνα.
Στο εξής οι Έλληνες εργαζόμενοι δεν «δικαιούνται» να προσδοκούν ισότιμη και ανθρώπινη εργασία. Ιδιαίτερα οι νέοι είναι η φτηνή και αναλώσιμη εργασιακή ύλη που θα τροφοδοτεί τη βουλιμία των οικονομικά ισχυρών. Στο όνομα και υπό την απειλή της χρεωκοπίας οι επιχειρήσεις θα αλέθουν μισθούς, εργασιακές σχέσεις, ωράριο, την ίδια την ανθρώπινη προσωπικότητα.
Μέσα σε μια υστερία κερδοσκοπίας, ασυδοσίας, σάρωσης των στοιχειωδών εργασιακών δικαιωμάτων καλούνται οι σημερινοί και οι μελλοντικοί εργαζόμενοι να αγωνιστούν για την επιβίωση και την αξιοπρέπειά τους. Σε εξαιρετικά δυσχερή, όμως, θέση και χωρίς στήριξη από την πολιτεία αλλά και από τους φορείς που όφειλαν να τους εκπροσωπούν, τα ίδια τα συνδικάτα.
Το «αναπτυξιακό» όραμα της κυβέρνησης και των εταίρων της είναι η επιστροφή, αν όχι στον εργασιακό μεσαίωνα, τουλάχιστον στις συνθήκες του 19ου αιώνα (και αυτό όχι μεταφορικά, αλλά στην κυριολεξία).
Εργαζόμενοι με περιστασιακή ή μερική απασχόληση, κακοπληρωμένοι, στο έλεος των επιχειρήσεων, εκτεθειμένοι στον κίνδυνο της απόλυσης καθημερινά, με υποτυπώδη ή και αμφισβητήσιμα εργασιακά δικαιώματα, αυτό είναι το «νέο», αλλά στην ουσία παμπάλαιο μοντέλο για τις εργασιακές σχέσεις. Οι «επιχειρησιακές συμβάσεις» είναι στην ουσία «μη συμβάσεις». Είναι η επιβολή του νόμου των ισχυρών πάνω στους εργασιακά και κοινωνικά αδύναμους. Αν θυμηθούμε και τη φρασεολογία του κ. Παπανδρέου, «τα περίστροφα βγήκαν» και οι κάνες σημαδεύουν τους Έλληνες εργαζομένους.
Από ιστορική άποψη είναι η μεγαλύτερη και περισσότερο γενικευμένη εργασιακή και κοινωνική οπισθοδρόμηση στη νεότερη ιστορία της Ελλάδας.
Το δεύτερο ζήτημα που θέλουμε να θίξουμε είναι οι ευθύνες του συνδικαλιστικού κινήματος.
Που ούτε στο ελάχιστο δεν μπόρεσε να αποτρέψει αυτές τις εξελίξεις.
Βουτηγμένο μέσα στις χρόνιες παθογένειές του.
Σίγουρα την πρώτη ευθύνη έχει η φιλοκυβερνητική παράταξη με τους απίστευτους εκπροσώπους της.
Για τη ΔΑΚΕ, την παράταξη της ΝΔ, ισχύουν ακριβώς τα ίδια.
Σημασία έχει, βεβαίως, να μιλήσουμε για τη στάση των συνδικαλιστικών παρατάξεων της Αριστεράς.
Η καθυστερημένη αποχώρηση των εκπροσώπων της παράταξης του ΣΥΡΙΖΑ από τις τελευταίες διαδικασίες δεν σώζει τα προσχήματα.
Ως «Νέος Μέτοικος» από τις 18/7 είχαμε επισημάνει – με αφορμή πανηγυρισμούς της ηγεσίας της ΓΣΕΕ για αυξήσεις 0%, στο όνομα σωτηρίας της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης – ότι: « … στο νέο εργασιακό σκηνικό θεωρείται βέβαιο ότι οι επιχειρησιακές συμβάσεις είναι αυτές που θα διαδραματίσουν τον κυρίαρχο ρόλο ενσωματώνοντας ρυθμίσεις για τη μείωση του χρόνου ή των ημερών εργασίας, όπως έχει ήδη εκδηλωθεί σε αρκετές μεγάλες μονάδες».
Και προχωρήσαμε στην εκτίμηση:
«Τώρα, αν αυτό αποτελεί μια στρατηγική ήττα του εργατικού κινήματος στη χώρα μας, αυτό μένει να το αποτυπώσει η ιστορική και πολιτική πραγματικότητα.
Το σίγουρο είναι ότι οι ηγεσίες των μεγάλων συνδικαλιστικών οργανώσεων είναι πολύ πίσω και πολύ πέρα από τις ανάγκες και την κρισιμότητα των καιρών.
Ότι το ίδιο το συνδικαλιστικό κίνημα – με τις δομές, τη λειτουργία, του, τις μικροπαραταξιακές αντιθέσεις, τον κατακερματισμό του, και όλες τις άλλες χρόνιες αδυναμίες του – δεν μπόρεσε να αποτρέψει την επιβολή των πιο σκληρών αντιλαϊκών μέτρων της τελευταίας 50ετίας.
Ζητούμενο δεν είναι επίσης αν και κατά πόσο αρκεί η καταγραφή κάποιων οριακά ενισχυμένων ποσοστών ειδικά των αριστερών δυνάμεων, όποτε γίνουν εκλογές.
Η τακτική των χωριστών συγκεντρώσεων και χωριστών κινητοποιήσεων σε τι οδηγεί στο βαθμό που τα μέτρα τα οποία επιδιώκει η κυβέρνηση και η τρόικα περνούν στο ακέραιο;
Οι δηλώσεις των εκπροσώπων της «Αυτόνομης Παρέμβασης» κατά της συμφωνίας δεν αρκούν, βεβαίως, για να διασώσουν τα προσχήματα. Στο βαθμό που συμμετέχουν και στο προεδρείο της ΓΣΕΕ και στις διαπραγματεύσεις.
Εν ολίγοις, τόσο το συνδικαλιστικό κίνημα όσο και οι πολιτικές δυνάμεις που εναντιώνονται στο μνημόνιο δεν μπόρεσαν μέχρι στιγμής να συγκροτήσουν μια ουσιαστική αντίσταση ώστε να αναχαιτίσουν τις επιλογές και τις μεθοδεύσεις της κυβέρνησης, των μεγάλων συμφερόντων και της τρόικας»(Νέος Μέτοικος – 18/7/2010).
Η Αυτόνομη Παρέμβαση άργησε εξαιρετικά να προχωρήσει σε κάποια ουσιαστική διαφοροποίηση. Σε σημείο μάλιστα που είναι αμφίβολο αν και πόσο έχει νόημα η στάση της.
Από την άλλη είναι «δικαιωμένη» η στάση της ηγεσίας του ΠΑΜΕ;
Η στρατηγική της άρνησης συνεργασίας με άλλες αριστερές και μαχητικές δυνάμεις του συνδικαλιστικού και πολιτικού κινήματος επιβραβεύεται απλώς και μόνο με την καταγραφή ορισμένων ενισχυμένων ποσοστών σε κάποιες εκλογικές διαδικασίες;
Την ίδια στιγμή που με ιστορικούς όρους συντελείται μια στρατηγική ήττα του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος, και πολύ περισσότερο η συντριβή των εργασιακών δικαιωμάτων των τελευταίων 50-70 χρόνων;
Τι σημασία έχουν κάποια εκλογικά ποσοστά αν αυτά δεν συνοδεύονται με πραγματικά βήματα ενίσχυσης του κοινωνικού κινήματος και με διεύρυνση των δικαιωμάτων και κατακτήσεων των εργαζομένων;
Η ηγέτης του ΚΚΕ ανέφερε ότι: «Είμαστε σε πόλεμο, εναντίον των εργαζομένων, στην Ελλάδα και στην Ευρώπη και πρέπει να προετοιμασθούμε ο πόλεμος να λήξει με νικητή τον λαό, τους λαούς»
Μόνο που ο πόλεμος αυτή τη στιγμή καταγράφει πολλά θύματα – εκατομμύρια εργαζομένους στην Ελλάδα και όχι μόνο. Βλέπει τους ισχυρούς να γίνονται ακόμα πιο ισχυροί – έστω και μέσα από κλυδωνισμούς.
Μικρή σημασία έχει, λοιπόν, η καταγραφή ορισμένων θετικών εκλογικών ποσοστών στο βαθμό που δεν μπορείς να αποτρέψεις αυτές τις εξελίξεις. Η αυταρέσκεια και αυτοϊκανοποίηση δεν χαρακτηρίζουν τις πραγματικά ανατρεπτικές στρατηγικές.
Άλλωστε, στοιχειώδεις αρχές της στρατηγικής απαιτούν στις δυνάμεις του «αντιπάλου» να αντιτάξεις πολλαπλάσιες δυνάμεις – θα λέγαμε όχι μόνο στο ελληνικό αλλά και στο διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Ούτε πάλι οι όποιες αλλαγές και ανατροπές θα προκύψουν μέσα από ένα μεταφυσικό όραμα - ένα όραμα Έσχατης Κρίσης – όπου όλα θα ανατραπούν και όλα θα «κτιστούν» ως δια μαγείας μέσα σ’ ένα «παρθένο» τοπίο.
Σημασία έχει αυτές τις στιγμές που κρίνονται πάρα πολλά να υπήρχε αποτελεσματική αντίσταση και κινητοποίηση.
Που για τα ελληνικά δεδομένα δεν υπάρχει.
Να υπήρχε εναλλακτική πρόταση που να ακουμπούσε στην πλειοψηφία του ελληνικού λαού.
Που κι αυτή δεν υπάρχει.
Δεν μετρά αυτή την περίοδο το πόσο τα κομματικά κάστρα ή φέουδα – του Περισσού ή της Κουμουνδούρου, ή και άλλων συνιστωσών - κρατούν κάποια ποσοστά, καταγράφουν κάποια ψιχία επιτυχιών(;).
Όταν ανατρέπονται θεμελιακές κατακτήσεις και δικαιώματα, όταν αμφισβητείται η ίδια η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και η τύχη χιλιάδων και εκατομμυρίων ανθρώπων, ιδιαίτερα νέων.
Υπάρχουν στιγμές στην Ιστορία που τα όρια και τα μέτρα αλλάζουν.
Αυτό που ήταν ικανοποιητικό και ίσχυε μέχρι χτες, είναι ασύλληπτα και αδιανόητα λίγο για σήμερα. Και ίσως δεν έχει καμία σημασία για το μέλλον.
Το σήμερα καταγράφει αυτή την απώλεια και την ιστορική οπισθοδρόμηση. Όπου το συνδικαλιστικό και το πολιτικό κίνημα δεν μπόρεσε να αντιδράσει ολοκληρωμένα.
Οι ευθύνες των συνδικαλιστικών και πολιτικών ηγεσιών θα καταγραφούν από την ίδια την Ιστορία.
Το ερώτημα είναι αν οι ηγεσίες της Αριστεράς – γιατί από τις δυνάμεις του δικομματισμού και των υποστηρικτών του μνημονίου δεν μπορείς να περιμένεις τίποτε –σταθούν στο ύψος των ιστορικών τους ευθυνών.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου