Κυριακή 10 Μαΐου 2020
H “νέα κανονικότητα” και οι μηχανισμοί ελέγχου στα σχολεία
Διανύουμε τις πρώτες ημέρες της ‘νέας κανονικότητας’.
Όπως αυτή την ορίζουν, βέβαια, οι κατέχοντες την εξουσία.
Δυστυχώς, φορέας ορισμένων από τα πιο αυταρχικά και
αντιδραστικά μέτρα σ’ αυτή τη ‘νέα’ εποχή αναδεικνύεται το Υπουργείο
Παιδείας(;) …
Το οποίο τείνει να
μετεξελιχθεί σε υπουργείο σκοταδισμού, υπερσυντηρητικής παλινδρόμησης και
αυταρχικών μεθοδεύσεων.
Δεν φτάνει πως, εν
μέσω κορονοϊού και με κλειστά σχολεία, προωθήθηκε το νομοσχέδιο για την
εκπαίδευση παρά τις αντιδράσεις της εκπαιδευτικής κοινότητας, τώρα ήρθε και η
αιφνιδιαστική και αυθαίρετη απόπειρα για βιντεοσκόπηση των μαθημάτων στο όνομα
της “απευθείας σύνδεσης των μαθητών που
απουσιάζουν με την τάξη τους κατά την παράδοση των μαθημάτων”, κατά δήλωση της
υπουργού Παιδείας.
Οι μεθοδεύσεις αυτές πέρα από αστείες είναι και
εξαιρετικά επικίνδυνες …
Ι. Παρά τις διαβεβαιώσεις για “διαβούλευση” με την Αρχή της
Προστασίας των Προσωπικών Δεδομένων – αλήθεια, ποια είναι η δημόσια τοποθέτηση
της Αρχής για το θέμα αυτό; - αναδεικνύονται πολύ σοβαρά προβλήματα που αφορούν
την προστασία των προσωπικών δεομένων των μαθητών αλλά και των εκπαιδευτικών,
έτσι όπως ορίζονται από την ελληνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία και μια σειρά από διεθνείς
συμβάσεις ( Χάρτης των Δικαιωμάτων του παιδιού,
Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων - Κανονισμός (ΕΕ)
2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016
για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων
προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών κα)
Σε κάθε περίπτωση
προϋποθέτει τη συναίνεση των υποκειμένων των οποίων καταγράφονται τα προσωπικά
δεδομένα – στη συγκεκριμένη περίπτωση εκπαιδευτικών και μαθητών, και φυσικά και
των γονέων και κηδεμόνων.
Στην ουσία αυτό
σημαίνει ότι για κάθε εκπαιδευτική ώρα – ειδικότερα στο γυμνάσιο και το λύκειο
- θα απαιτούνταν ειδική έγγραφη
συναίνεση των εμπλεκομένων. Αλήθεια, θα μπορούσε ποτέ να γίνει κάτι τέτοιο;
Φυσικά, δεν είναι εκεί
η ουσία.
Ποιος θα μπορούσε να
εγγυηθεί ότι δεν θα υπάρξει διαρροή και κακόβουλη χρήση αυτών των δεδομένων;
Ατελείωτα είναι τα
παραδείγματα από την ελληνική και διεθνή πραγματικότητα που δείχνουν ακριβώς το
αντίθετο.
Υπάρχει, έτσι, σαφής
κίνδυνος για ευτελισμό της εκπαιδευτικής διαδικασίας και μετατροπή της σε φτηνό
ριάλιτι.
Το υπουργείο, ωστόσο,
μπορεί να επικαλεστεί λόγους “για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς
το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον
υπεύθυνο επεξεργασίας,” και ότι η βιντεοσκόπηση
«είναι μια μέθοδος για εξαιρετικά έκτακτες καταστάσεις, όπως αυτή η
επιδημική κρίση».
Κι όλα αυτά στο όνομα
βέβαια του “καλού” των μαθητών, “για να μην αποκοπούν από τη σχολική τάξη, για
να μη διευρυνθούν τα χάσματα και
οι ανισότητες (!) ανάμεσα στους μαθητές“ κα.
Εδώ ερχόμαστε στο
δεύτερο σημείο που θέλουμε να τονίσουμε.
ΙΙ. Καμία εκπαιδευτική ή μορφωτική ανάγκη δεν εξυπηρετεί η
μεθόδευση αυτή. Ίσα ίσα έρχεται σε ευθεία αντίθεση με βασικές παιδαγωγικές
αρχές, με αρχές στη διδασκαλία και τη μάθηση.
H εκπαιδευτική μαθησιακή διαδικασία
είναι πολύπλευρη και πολυδιάστατη, περιέχει την αλληλεπίδραση εκπαιδευτικού –
μαθητή αλλά και των μαθητών μεταξύ τους, οφείλει να αξιοποιεί – στη σύγχρονη
της διάσταση τουλάχιστον - τις
ομαδοσυνεργατικές μορφές μάθησης, απορρίπτοντας την αυθεντία ή τη
δασκαλοκεντρική προσέγγιση.
Κάθε σχολική τάξη –
θα λέγαμε και κάθε ξεχωριστό μάθημα – αποτελεί έναν ιδιαίτερο κοινωνιοχώρο, με
την ιδιομορφία, τη δική του ξεχωριστή κουλτούρα, τις δικές του σχέσεις που
οικοδομούνται πάνω στην αμοιβαία εμπιστοσύνη (1).
Ή αποδομούνται στο
βαθμό που διαρραγεί η εμπιστοσύνη αυτή.
Στηρίζεται, επίσης,
στη σχετική αυτονομία του εκπαιδευτικού έργου, όπως συντελείται από τους
πρωταγωνιστές της μορφωτικής διαδικασίας, μέσα στον “ιερό”, από αυτή την άποψη
χώρο του σχολείου και της σχολικής τάξης.
Αυτό, βέβαια, σ’ ένα
σύγχρονο, δημοκρατικό, ανοικτό σχολείο που δίνει “φωνή” στα φυσικά υποκείμενα
της μάθησης – εκπαιδευτικούς και μαθητές.
Θεσμικά, επίσης,
προϋποθέτει την εμπιστοσύνη ότι οι εκπαιδευτικοί έχουν τη γνώση και τους
ηθικούς προσανατολισμούς για να έχουν μεγαλύτερη αυτονομία και διακριτικότητα
κατά τη διεξαγωγή της εργασίας τους (2,3,4).
Αντίθετα, ένας
αυταρχικός, γραφειοκρατικός προσανατολισμός ενσαρκώνει μια σιωπηρή δυσπιστία
προς τους εκπαιδευτικούς και τη συμβολή που έχουν να προσφέρουν, ενώ προωθεί με
διάφορους τρόπους μηχανισμούς ελέγχου και καταναγκασμού.(5) (6) (7) (8)
Αλήθεια, ο μαθητής ο
οποίος θα είναι αποκομμένος και καθηλωμένος μακριά από όλες αυτές τις
διαδικασίες, ποιο πραγματικά μαθησιακό όφελος θα έχει;
Εκτός εάν η ηγεσία του
υπουργείου θεωρεί ‘μάθηση’ την παθητική θέαση από το μαθητή κάποιων μαθημάτων
από τα οποία θα είναι φυσικά και ψυχικά αποξενωμένος, χωρίς δυνατότητα ενεργής
συμμετοχής, διαλόγου, διαφωνίας και ΄όλων αυτών που συνιστούν και οικοδομούν
μια ουσιώδη μαθησιακή διαδικασία.
Από την άλλη, ας φανταστούμε
μια εικόνα όπου ένας εκπαιδευτικός παραδίδει το ‘μάθημα’ και την ‘ύλη’ σε μια
κενή τάξη ενώ οι μαθητές ‘θεώνται’ από απόσταση το όλο δρώμενο.
Ακραία κατάσταση, θα ισχυριζόταν κανείς.
Όχι, όμως, και τόσο
από τη στιγμή που επιτρέπεται στους μαθητές να κρατηθούν μακριά από το φυσικό
χώρο του σχολείου με μια απλή δήλωση – κάτι πιθανόν σωστό στη συγκεκριμένη
συγκυρία.
Αλλά, τότε, γιατί δεν
οργανώνεται η συνέχεια της τηλεκπαίδευσης με τους μαθητές που απουσιάζουν
προσφέροντάς τους και τον αναγκαίο τεχνολογικό εξοπλισμό; Όπου θα υπήρχε η
δυνατότητα μιας στοιχειώδους διάδρασης μεταξύ εκπαιδευτικών και μαθητών;
Τι λογική, όμως, και
τι πραγματικά μπορούν να εξυπηρετούν αυτές οι
οργουελικής έμπνευσης
μεθοδεύσεις της κυβέρνησης;
Ερχόμαστε, λοιπόν, στο
τρίτο σημείο που θέλουμε να επισημάνουμε.
ΙΙΙ. Η Παιδαγωγική
αναγνωρίζει και δέχεται πτυχές της μάθησης που έχουν περιγραφεί ως “hidden curriculum”, ένα “κρυμμένο πρόγραμμα σπουδών”,
το οποίο πέρα από τις τυπικές διαδικασίες ενσωματώνει σοβαρές πολιτιστικές,
ηθικές και κοινωνικές παραμέτρους της μάθησης
(9)
Φαίνεται, όμως, και
ότι συχνά στην πολιτική, όπως και στην πρακτική και της συγκεκριμένης
κυβέρνησης αποκαλύπτεται και ένα άλλου είδους
“κρυμμένο πρόγραμμα”, το οποίο παρέα με τη νεοφιλελεύθερη προσέγγιση
στην οικονομική πολιτική και στην αναδιάταξη τομέων του κράτους επιλέγει και προωθεί τις πιο
αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης όπως και μέτρα που δεν είχαν επιβληθεί και σε
πιο σκληρές περιόδους της πολιτικής μας ιστορίας.
Για να το πετύχει αυτό
η κυβέρνηση εργαλειοποιεί τις συνθήκες της πανδημίας, του συλλογικού φόβου αλλά
και ενός σχετικά ευνοϊκού κλίματος γι’ αυτήν σ’ ένα μέρος της κοινωνίας, λόγω
και της συγκεκριμένης συγκυρίας.
Ας μας επιτραπούν ορισμένες επισημάνσεις:
·
Η πρώτη είναι ότι τα τελευταία μέτρα
κινούνται στην αυξημένη
εμπορευματοποίηση της παροχής δημόσιων υπηρεσιών, και ειδικότερα της
εκπαίδευσης, μια αγοραία προσέγγιση και της παιδείας η οποία συμπληρώνεται και
συνδέεται με την ανάπτυξη μιας «ελεγκτικής νοοτροπίας» στην οποία οι επιδόσεις
και η λειτουργία, όπως και η μαθησιακή διαδικασία και το έργο των εκπαιδευτικών
μετρώνται αυστηρά σε σχέση με προτεραιότητες που καθορίζονται από
εξωτερικούς στόχους και προτεραιότητες.
Μορφές άμεσης εποπτείας και ελέγχου
επιβάλλονται στο όνομα τη ς “έκτακτης κατάστασης της πανδημίας”. Μόνο που αυτές
οι μορφές ήρθαν για να μείνουν και να εξυπηρετήσουν ευρύτερους σχεδιασμούς –
κάπως … ανομολόγητους σ’ αυτή τη φάση.
Αλήθεια, τι θα γίνει από τον Σεπτέμβριο και μετά όταν – πολύ πιθανόν –
υπάρξει η δεύτερη φάση (ίσως και τρίτη) της πανδημίας με απροσδιόριστο χρόνο
και έκταση; Οι κάμερες και η επιτήρηση θα ζουν και θα βασιλεύουν;
·
Η
εφαρμογή τέτοιου είδους μέτρων δεν αφορά ή δεν θα περιοριστεί στενά μόνο στο
χώρο της εκπαίδευσης. Θα επεκταθεί και σε άλλους εργασιακούς ή κοινωνικούς
χώρους. Οι κρατούντες επιθυμούν μια κοινωνία σε αυστηρή επιτήρηση και έλεγχο
στο όνομα μάλιστα της σωτηρίας της από την “τρομαχτική απειλή” και μάλιστα με
την ανοικτή ή και σιωπηρή αποδοχή και υιοθέτηση των αυταρχικών μέτρων από το
κοινωνικό σώμα.
Όπου μάλιστα ως “σωτήρες” ή “εγγυητές της σωτηρίας” εμφανίζονται εκείνες
οι δυνάμεις και εκείνοι που φέρουν βασική ευθύνη για τη συστηματική απορρύθμιση
και αποδιοργάνωση βασικών τομέων του κράτους, της κοινωνικής πρόνοιας, της
εκπαίδευσης, της υγείας.
Υλοποιείται έτσι σε μια σύγχρονη εκδοχή του
“Πανοπτικόν” του Τζέρεμι Μπένθαμ.(10) Όλοι επιτηρούνται και
ελέγχονται από την εξουσία όπου ο χειρισμός του συναισθήματος του τρόμου- κι
όχι η ίδια η παρακολούθηση- υποβάλλει και οδηγεί σε συμπεριφορές υπακοής και
συμμόρφωσης.
Οι κάμερες στη σχολική τάξη – και οπουδήποτε αλλού επιβληθούν –
αποτελούν το μέσο, το όργανο με το οποίο η κυβερνητική εξουσία επιχειρεί να
επιβληθεί μέσω ακραίων μορφών ελέγχου. Ή όπως το είχε θέσει ο Γάλλος φιλόσοφος,
Μισέλ Φουκώ:
“Η επιτυχία της πειθαρχικής εξουσίας προκύπτει αναμφίβολα από τη χρήση
απλών μέσων: ιεραρχική παρατήρηση, τυποποίηση του ελέγχου και ο συνδυασμός τους
σε μια διαδικασία που είναι συγκεκριμένη για αυτήν, την παρακολούθηση … Η
άσκηση πειθαρχίας προϋποθέτει έναν μηχανισμό που λειτουργεί εξαναγκαστικά μέσω
της παρατήρησης, το απαράτους, το όργανο ή συσκευή με την οποία οι τεχνικές,
που εφαρμόζονται, καθιστούν δυνατή την εμφάνιση επαγωγικών επιδράσεων και με
την οποία, αντίθετα, τα μέσα εξαναγκασμού καθιστούν τα άτομα στα οποία
εφαρμόζονται σαφώς ορατά” (Foucault 1977, 170–1)(11).
·
Οι
επιλογές αυτής της κυβέρνησης ενώ κινούνται σε πολύ συγκεκριμένη κατεύθυνση, αποδομούν
και τα ίδια της τα επιχειρήματα.
Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε πως τα παιδιά και οι νέοι που ήταν φορείς
υψηλού κινδύνου για τη μετάδοση της πανδημίας, τώρα έχουν μετατραπεί σε
ακίνδυνους παράγοντες.
Την περίοδο που επιβάλλονται μέτρα “κοινωνικής αποστασιοποίησης” και τα
σχολεία και τώρα και από τον Σεπτέμβριο καλούνται να λειτουργήσουν στα πλαίσια
αυτής της “νέας κανονικότητας”, την ίδια στιγμή αποφασίζεται αύξηση του αριθμού των μαθητών ανά τμήμα και
φυσικά δεν υλοποιείται καμία πρωτοβουλία για την ενίσχυση των εκπαιδευτικών
δομών, για την πρόσληψη νέων εκπαιδευτικών αλλά και άλλου βοηθητικού
προσωπικού.
Την ίδια στιγμή, επίσης, που επιχειρεί να επιβάλλει μέτρα ελέγχου και
επιτήρησης με τη χρήση καμερών μέσα στις σχολικές τάξεις, “αφανίζει” οντολογικά
τις ίδιες τις σχολικές τάξεις και ευτελίζει σε έσχατο βαθμό τη μαθησιακή
διαδικασία.
Ίσως, να είναι αυτό που οι Deleuze και Guattari (2000) είχαν περιγράψει ως
“σχιζοειδή φύση του καπιταλισμού” – στο σημαντικό τους έργο “Καπιταλισμός και
Σχιζοφρένεια” (12) (13)
Ο καπιταλισμός μπορεί να θεωρηθεί ότι
εμφανίζει μια θεμελιωδώς «σχιζοφρενική» τάση στο βαθμό που χαρακτηρίζεται από
τη συνεχή «διάλυση» καθιερωμένων «ταυτοτήτων», στην επιδίωξή του να
αναδιαμορφώσει τα πάντα με τη μορφή «εμπορεύματος».
Όπου εμπορεύματα μπορούν να γίνουν λειτουργίες
όπως και αυτή της εκπαίδευσης, αλλά και οι ίδιοι οι άνθρωποι οι οποίοι είναι
αναγκαίο να “εποπτεύονται” και να ελέγχονται.
Να, λοιπόν, στο όνομα αντιμετώπισης της πανδημίας η οικοδόμηση μιας
“κοινωνίας ελέγχου” ή μιας “ελεγχόμενης κοινωνίας”.
Τα πράγματα θα μπορούσαν να μείνουν στη σφαίρα της φαιδρότητας, αν δεν
ήταν εξαιρετικά σοβαρά.
Οι “αθώες” κάμερες μέσα στις σχολικές τάξεις θέτουν ένα μείζων θέμα δημοκρατίας.
Δεν αφορά στενά και μόνο την εκπαιδευτική κοινότητα, αλλά όλη την
κοινωνία και την προοπτική της.
Υπάρχουν τα σχέδια και οι σχεδιαστές.
Οι φανερές και οι ανομολόγητες επιθυμίες και συμφέροντα.
Υπάρχουν οι μεθοδεύσεις, οι τεχνικές ελέγχου,
το σύγχρονο “Πανοπτικόν” και η σχιζοειδής λογική (;)
του νεοφιλελεύθερου και αγοραίου καπιταλισμού.
Υπάρχουν, όμως, και οι πολίτες, οι
συνειδητοποιημένοι και ενεργοί.
Σ’ αυτούς τώρα πέφτει το βάρος της ευθύνης –
της ουσιαστικής και όχι εκείνης που προσφέρεται για τηλεοπτική κατανάλωση.
Άλλωστε κάτι τέτοιο δεν σιγοψιθυρίζει και το
ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματος;
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Tschannen-Moran, M. (2009). Fostering teacher
professionalism in schools: The role of leadership orientation and trust. Educational Administration Quarterly,
45(2), 217-247.
2. Salo, P.
(2008) Decision-making as a Struggle and a Play On Alternative
Rationalities in Schools as Organizations. Educational Management
Administration & Leadership Vol 36(4) 495–510 DOI:
10.1177/1741143208095790 Ανασύρθηκε από: http://ema.sagepub.com/content/36/4/495 (19/10/2016)
3. Cantarello, S., Martini, A. and Nosella, A. (2012) A Multi-Level
Model for Organizational Ambidexterity in the Search Phase of the Innovation
Process CREATIVITY AND INNOVATION MANAGEMENT Volume 21 Number 1 doi:10.1111/j.1467-8691.2012.00624.x
4. Cheng, C., Y. (2005),"Development of multiple thinking and
creativity in organizational learning", International Journal of
Educational Management, Vol. 19 Iss: 7 pp. 605 – 622 http://dx.doi.org/10.1108/09513540510625635
17-10-2012
5. Lance D.
Fusarelli, Theodore J. Kowalski & George J.
Petersen (2011) Distributive Leadership, Civic Engagement, and
Deliberative Democracy as Vehicles for School Improvement, Leadership and
Policy in Schools, 10:1, 43-62, DOI: 10.1080/15700760903342392
6. Harris, Β. (2004): Leading by heart , School Leadership & Management:
Formerly School Organisation, 24:4, 391-404
Ανασύρθηκε
από: http://dx.doi.org/10.1080/13632430410001316507
21/10/2012
7. Schuitema, J., Peetsma, T. & van der Veen, I. (2012):
Self-regulated learning and students’ perceptions of innovative and traditional
learning environments: a longitudinal study in secondary education, Educational
Studies, 38:4, 397-413. Ανασύρθηκε από: http://dx.doi.org/10.1080/03055698.2011.643105
8. Allodi, Mara. (2010). The meaning of social climate of learning
environments: Some reasons why we do not care enough about it. Learning Environments Research. 13. 89-104. 10.1007/s10984-010-9072-9.
9. MACNEILL, N.,
CAVANAGH, R., SILCOX, S.. (2005) Pedagogic Leadership: Refocusing on Learning
and Teaching, 9(2). IEJLL: International
Electronic Journal for Leadership in Learning. Ανασύρθηκε από: http://iejll.synergiesprairies.ca/iejll/index.php/ijll/article/view/402
10. Bentham, Jeremy (1995) The Panopticon
Writings. Verso. New York
11. Foucault, M. (1977). Discipline and
punish: The birth of the prison. London: Penguin.
12. Deleuze G.
& Guattari F. (2000) Anti-Oedipus: Capitalism and Schizophrenia (trs
R. Hurley, M. Seem & H.R. Lane). Continuum, London.
13. Deleuze G.
& Guattari F. (2002) A Thousand Plateaus: Capitalism and Schizophrenia
(tr. B. Massumi). Continuum, London
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου