από τον Μ ...
Κείμενο πολιτικών θέσεων που συνυπογράφουν οι συμμετέχοντες στο Διεθνές Συνέδριο του ΕΔΕΚΟΠ με τίτλο «Η Γαλλία και η Ευρώπη μετά το Brexit».
Για την Ευρώπη οι στιγμές είναι καίριες. Είναι σαφές ότι η Οικονομική και Νομισματική Ένωση έχουν αμετάκλητα αποτύχει, οι οικονομίες της περιφέρειας της Ευρώπης παραμένουν σε σοβαρή κρίση και οι οικονομίες του πυρήνα δεν παρουσιάζουν καμία δυναμική. Το κοινό νόμισμα έχει μετατραπεί σε εργαλείο που επιτρέπει στη Γερμανία να εφαρμόσει μερκαντιλιστικές πολιτικές μέσω του μισθολογικού ντάμπινγκ και -με την υποστήριξη των άλλων οικονομιών του πυρήνα της ΟΝΕ- να υπαγορεύσει «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις», που δημιουργούν οικονομική στασιμότητα, φτώχεια και ανεργία. Οι μεγάλες επιχειρήσεις και οι υποστηρικτές του νεοφιλελευθερισμού εκμεταλλεύονται την κρίση για να εντείνουν την επιθετική τους στάση ενάντια στις κοινωνικές και δημοκρατικές κατακτήσεις του εικοστού αιώνα.
Η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ απέδειξε ότι τόσο η ΕΕ όσο και η ΟΝΕ αποτελούν σημαντικά εμπόδια σε οποιαδήποτε προσπάθεια αλλαγής της κυρίαρχης νεοφιλελεύθερης ατζέντας στην Ευρώπη. Η λιτότητα, ο νεοφιλελευθερισμός και οι πολιτικές ελεύθερου εμπορίου, σε συνδυασμό με την περιφρόνηση των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων για τα στοιχειώδη δικαιώματα και τη δημοκρατία έχουν οδηγήσει σε μια άνευ προηγουμένου κρίση νομιμοποίησης της ΕΕ.
Ας αναλογιστούμε τα αποτελέσματα των τριών τελευταίων δημοψηφισμάτων που συνδέονται με ευρωπαϊκά ζητήματα.
Στην Ελλάδα, στις 5 Ιουλίου 2015, μια μεγάλη πλειοψηφία αποφάσισε να απορρίψει τους όρους που συνοδεύουν το τρίτο πακέτο διάσωσης που προτάθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, στις 23 Ιουνίου 2016, η πλειοψηφία επέλεξε να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση και απαίτησε να αντιστραφεί η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Στην Ιταλία, στις 4 Δεκεμβρίου 2016, μια ευρεία πλειοψηφία απέρριψε τις αντιδημοκρατικές και υπέρ της αγοράς συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, παρά την ανοιχτή και ομόφωνη υποστήριξη των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, αναγκάζοντας τον φιλοευρωπαϊστή πρωθυπουργό Ματέο Ρέντσι να παραιτηθεί.
Η απόρριψη των ευρωπαϊκών θεσμών δεν ήταν ποτέ σαφέστερη από τους λαούς των κρατών-μελών της ΕΕ. Ο θυμός και η αγανάκτηση των λαϊκών ευρωπαϊκών στρωμάτων διογκώνονται συνεχώς. Δυστυχώς όμως ο κερδισμένος για την ώρα είναι η αυξανόμενη ξενοφοβία, η σκληρή Δεξιά, ακόμη και ο φασισμός. Η Ευρωπαϊκή Αριστερά πληρώνει ακριβά την εσφαλμένη προσκόλλησή της στην ΟΝΕ. Πληρώνει ακόμη το ταμπού της αποφυγής ρήξης με το πλαίσιο διακυβέρνησης της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένου και του νεοφιλελεύθερου τρόπου ενσωμάτωσης των κρατών μελών. Για να μην κυριαρχείται το μέλλον της Ευρώπης από το νεοφιλελευθερισμό και τη σκληρή Δεξιά, η απάντηση είναι η απελευθέρωση, σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο, από τον σιδερένιο κλωβό των πολιτικών και των συνθηκών που επιβάλλονται από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Τι θα πρέπει να κάνει η Αριστερά;
Στη βάση των προτάσεων που συζητήθηκαν κατά τη διάρκεια του δεύτερου διεθνούς συνεδρίου του ΕΔΕΚΟΠ και μετά την τελευταία Σύνοδο Κορυφής για ένα Σχέδιο Β στην Ευρώπη, προκύπτει ότι υπάρχουν τρεις βασικοί στόχοι που πρέπει να επιδιώξει σήμερα η Αριστερά στην Ευρώπη:
1. Η κύρια προτεραιότητα είναι να δοθεί ένα τέλος στη λιτότητα και να δημιουργηθούν ποιοτικές θέσεις εργασίας. Αυτός πρέπει να είναι ο πυρήνας της οικονομικής πολιτικής της Αριστεράς. Ωστόσο, δεν θα καταφέρουμε να πείσουμε για την ικανότητά μας να επιτύχουμε αυτό το στόχο, αν δεν παρουσιάσουμε μια συγκεκριμένη στρατηγική που να αντιμετωπίζει τις μεγάλες ανισορροπίες των οικονομιών της Ευρώπης, δημιουργώντας έτσι το έδαφος για έναν οικολογικό και δημοκρατικό μετασχηματισμό του βιομηχανικού και αγροτικού τομέα.
Η αντιμετώπιση των κοινωνικών αναγκών των λαών της Ευρώπης και των οικολογικών προκλήσεων στην ευρωπαϊκή ήπειρο θα είναι αδύνατη χωρίς μια τέτοια σαφή και εφικτή στρατηγική. Πάνω απ ‘όλα, χρειαζόμαστε μαζικές δημόσιες επενδύσεις για να τονώσουμε τη ζήτηση και να ανακτήσουμε τον έλεγχο των επιχειρήσεων και των τραπεζών. Αυτή θα είναι η βάση πάνω στην οποία θα ανοικοδομηθεί μια διευρυμένη κοινωνική πρόνοια και θα αντιμετωπιστούν οι εισοδηματικές και περιουσιακές ανισότητες.
2. Ριζοσπαστική πολιτική είναι αδύνατη χωρίς νομισματική κυριαρχία. Ο ζουρλομανδύας των ευρωπαϊκών συνθηκών και οδηγιών, καθώς και οι μηχανισμοί της ΟΝΕ έχουν φτιαχτεί για να αποκλείσουν κάθε άλλη στρατηγική πέραν της λιτότητας και της φιλελευθεροποίησης. Για να δώσουμε τέλος στη λιτότητα είναι απαραίτητο να ανακτήσουμε τον δημοκρατικό έλεγχο στη δημιουργία του χρήματος και στις τράπεζες. Κάθε Αριστερή κυβέρνηση θα πρέπει να ξεκινά με ανυπακοή προς τις Ευρωπαϊκές Συνθήκες, να προετοιμάζεται για αντιπαράθεση διαρκείας με τις ευρωπαϊκές αρχές, και παράλληλα θα πρέπει να αναπτύσσει μια ολοκληρωμένη οικονομική στρατηγική προκειμένου να διαχειριστεί τη σύγκρουση.
Η Αριστερά θα πρέπει να προετοιμαστεί για τη δημιουργία νέων νομισμάτων και δεν θα πρέπει να φοβάται να απαιτήσει διαγραφή του δημοσίου χρέους όταν μια τέτοια διαγραφή είναι πολιτικά θεμιτή και οικονομικά αναγκαία. Θα πρέπει να προτείνει την εθνικοποίηση και κοινωνικοποίηση των τραπεζών προκειμένου να ανακτήσει τον δημοκρατικό έλεγχο της οικονομίας. Θα πρέπει επίσης να προτείνει ένα νέο πλαίσιο για τον έλεγχο των ροών κεφαλαίου σε όλη την Ευρώπη, αλλά και για την αμοιβαία διαχείριση των συναλλαγματικών ισοτιμιών, καθώς και των εμπορικών πλεονασμάτων και ελλειμμάτων μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών.
Πρόκειται για μέτρα απολύτως εφικτά, τα οποία η Αριστερά θα πρέπει να επιδιώξει με αυτοπεποίθηση. Το πλέον σημαντικό είναι να αναπτύξει μια στρατηγική η οποία θα δώσει ένα τέλος στη λιτότητα και θα ενισχύσει την αλληλεγγύη μεταξύ των κινημάτων σε κάθε χώρα, ενώ θα ριζώσει ταυτόχρονα στο εθνικό πλαίσιο κάθε χώρας και θα προτείνει εναλλακτικές λύσεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Αν δεν είμαστε έτοιμοι να κάνουμε αυτά τα βήματα, στη βάση της εθνικής πραγματικοτήτας σε κάθε χώρα και με την υποστήριξη μιας συμμαχίας Αριστερών δυνάμεων σε κάθε χώρα, θα είναι αδύνατο να ξεφύγουμε από τη λιτότητα και το νεοφιλελευθερισμό.
3. Η ριζοσπαστική οικονομική πολιτική είναι επίσης άρρηκτα συνδεδεμένη με το αίτημα για λαϊκή κυριαρχία και δημοκρατία. Οι θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν υπήρξαν ποτέ δημοκρατικοί και δεν σχεδιάστηκαν ποτέ για να υπηρετήσουν τους λαούς της Ευρώπης. Είναι μέρος ενός πολιτικού μηχανισμού που σχεδιάστηκε για να εφαρμόσει μια οικονομική τάξη πραγμάτων που ευνοεί τις πολυεθνικές εταιρίες, τη συστηματική ιδιωτικοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών και άλλων δημόσιων περιουσιακών στοιχείων, καθώς και τη διάβρωση της κοινωνικής πρόνοιας.
Το νεοφιλελεύθερο καθεστώς ελεύθερου εμπορίου που προωθείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση καθιστά αδύνατη οποιουδήποτε είδους λαϊκή κυριαρχία. Είναι απαραίτητο να σπάσουν οι συμφωνίες και συνθήκες ελεύθερου εμπορίου που έχουν αναπτυχθεί και επιβληθεί στις ευρωπαϊκές χώρες. Η απόρριψη της ΟΝΕ και η άρνηση εφαρμογής των νεοφιλελεύθερων οδηγιών και συνθηκών είναι αναγκαία μέσα για την εφαρμογή προοδευτικών οικονομικών πολιτικών και την ανάκτηση του δημοκρατικού ελέγχου.
Είναι επίσης αναγκαία μέτρα για την ανάπτυξη της νέας πολιτικής συνεργασίας που χρειαζόμαστε στην Ευρώπη στη βάση της κοινωνικής δικαιοσύνης, της διεθνούς αλληλεγγύης, της δημοκρατίας και της βιωσιμότητας του περιβάλλοντος. Είναι απαραίτητο να δρομολογήσουμε τις αναγκαίες διαδικασίες για την οικοδόμηση αυθεντικά δημοκρατικού πολιτικού καθεστώτος. Θα πρέπει επίσης να ενθαρρύνουμε τη λαϊκή αυτοοργάνωση και κινητοποίηση.
Τα σύννεφα μαζεύονται πάνω από την Ευρώπη. Υπάρχει ακόμα χρόνος για την Αριστερά να διαμορφώσει τις εξελίξεις, υπό την προϋπόθεση ότι θα ανακτήσει το πολιτικό θάρρος της. Η Αριστερά θα πρέπει να ανανεώσει και να ενισχύσει τις προτάσεις της για την οικονομία, την κοινωνία και την πολιτική. Θα πρέπει να θυμηθεί ότι η δύναμή της προέρχεται από την προάσπιση της δημοκρατίας, της λαϊκής κυριαρχίας και των συμφερόντων των εργαζομένων και των καταπιεσμένων. Και θα πρέπει να προετοιμαστεί για ριζική ρήξη με το νεοφιλελεύθερο ζουρλομανδύα που επιβάλλουν οι Συνθήκες της ΕΕ και η ΟΝΕ.
Το δεύτερο διεθνές συνέδριο του ΕΔΕΚΟΠ, «Η Γαλλία και η Ευρώπη μετά το Brexit», πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι στις 2 και 3 Δεκεμβρίου 2016
Υπογράφουν οι:
Josep Maria Antentas (Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης, Ισπανία)
Jeanne Chevalier (Parti de gauche, εκπρόσωπος οικονομικών θεμάτων, Γαλλία)
Eric Coquerel (Parti de Gauche, Συμπρόεδρος, Γαλλία)
Alexis Cukier (Ensemble!, Εθνική Επιτροπή, Γαλλία)
Fabio De Masi (Ευρωβουλευτής, Die Linke, Γερμανία)
Sergi Cutillas (Οικονομολόγος Ερευνητής στο Ekona Research Center, μέλος της Πλατφόρμας των Πολιτών για τον Λογιστικό Έλεγχο του Χρέους, Ισπανία)
Cédric Durand (Ανώτερος Λέκτορας Οικονομικών στο University Paris XIII, Γαλλία)
Guillaume Etiévant (Parti de gauche, πρώην εκπρόσωπος οικονομικών θεμάτων, Γαλλία)
Stefano Fassina (Βουλευτής και πρώην Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών, Sinistra Italiana, Ιταλία)
Heiner Flassbeck (Επίτιμος καθηγητής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου, Γερμανία)
Κωνσταντίνος Γαβριηλίδης (Περιφερειακός Σύμβουλος και μέλος της Οικονομικής Επιτροπής της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας)
Marlène Grangé (Ensemble!, Γαλλία)
Sabina Issehnane (Ανώτερη Λέκτορας Οικονομικών στο University of Rennes 2, Γαλλία)
Κώστας Λαπαβίτσας (Καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου και πρώην Βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Ελλάδα)
Moreno Pasquinelli (Programma 101, Ιταλία)
Jean-François Pellissier (Ensemble!, κομματικός εκπρόσωπος, Γαλλία)
Laura Raim (Ανεξάρτητη Δημοσιογράφος, Γαλλία)
Patrick Saurin (Εκπρόσωπος του Sud BPCE, CADTM, Γαλλία)
Eric Toussaint (Εκπρόσωπος του CADTM International, Βέλγιο)
Aurélie Trouvé (Ανώτερη Λέκτορας Οικονομικών, Agrosup Dijon, Γαλλία)
Miguel Urbán (Ευρωβουλευτής, Podemos, Ισπανία)
Christophe Ventura (Ερευνητής Διεθνών Σχέσεων, μέλος του Chapitre 2, Γαλλία)
Frédéric Viale (Διδάκτωρ Νομικής, μέλος του Chapitre 2, Γαλλία)
Sébastien Villemot (Οικονομολόγος στο OFCE, Γαλλία)
Γρηγόρης Ζαρωτιάδης (Αναπληρωτής Καθηγητής στη Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ελλάδα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου