Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014

Ένα βιβλίο με προκλητικό τίτλο – «Ο Αγών μου» (Min Kamp) του Νορβηγού συγγραφέα, Καρλ Όβε Κνάουσγκαρντ


Αντλήσαμε το συγκεκριμένο άρθρο από το ιστολόγιο του Τάσου Γουδέλη, εκδότη του λογοτεχνικού περιοδικού, το Δέντρο …

« Δεν ξέρω εάν και το περιεχόμενο του πολυσέλιδου μυθιστορήματος του νορβηγού πεζογράφου και μουσικού Καρλ Όβε Κνάουσγκαρντ, Ο Αγών μου είναι εξίσου δημαγωγικό, όσο και ο τίτλος του.

Αμετάφραστο στην Ελλάδα το βιβλίο αυτό, όπως διαπιστώνουμε από το κείμενο που ακολουθεί, έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις στην Ευρώπη και στην Αμερική.

Είναι πάντως ενοχλητικό και ασεβές στη μνήμη του Προυστ ή οποιουδήποτε άλλου μεγάλου συγγραφέα, να συγκρίνεται κάποιος νέος και αξιόλογος σύγχρονος συγγραφέας, με εκείνα τα μεγέθη. Κατά τα άλλα επιφυλασσόμεθα να μιλήσουμε όταν το μυθιστόρημα αυτό ποταμός βρει έλληνα εκδότη».

Τ. Γ.


Στο σπίτι του Κνάουσγκαρντ, του Νορβηγού Προυστ

του Ρικάρντο Σταλιανό

Ίσταντ. Το τρένο για το Ίσταντ το σταματούν και το εκκενώνουν λόγω ενός δυστυχήματος. Το λεωφορείο που θα το αντικαταστήσει αργεί. «Κάποιος αυτοκτόνησε» θα μου εξηγήσει ο Καρλ Όβε Κνάουσγκαρντ, βγαίνοντας από ένα λευκό μικρό πούλμαν Φολκσβάγκεν: περισσότερο σχολικό λεωφορείο παρά ιδιωτικό αυτοκίνητο. Ο «Νορβηγός Προυστ», όπως αποκαλείται από τους περισσότερους, είναι πανύψηλος, με χέρια μεγάλα σαν φτυάρια και με ομορφιά που τον κάνει να μοιάζει περισσότερο με ροκ σταρ παρά με συγγραφέα. «Πρέπει να βρίσκομαι στο Μάλμο σε μιάμιση ώρα για μια άλλη συνέντευξη: μπορούμε να μιλήσουμε ενώ οδηγώ;». Η συμφωνία ήταν να βρεθούμε στο σπίτι του, να κρατήσω, με άλλα λόγια, τις σημειώσεις μου πάνω σε κάποιο τραπεζάκι και όχι στο τρεμάμενο γόνατο, αλλά ο νεκρός μας χάλασε τα σχέδια. Ήδη η μεγάλη προσπάθεια να αποσπάσω κάτι καινούργιο από κάποιον, ο οποίος στα 46 του χρόνια έχει γράψει μια διάσημη αυτοβιογραφία 3600 σελίδων σε έξι τόμους, με έχει καταβάλει. Πώς είναι δυνατόν να αρθρωθεί έστω και μία μόνο πρωτότυπη λέξη για τον θάνατο, την ανία ή την ευτυχία με το ένα χέρι στο λεβιέ των ταχυτήτων και το βλέμμα καρφωμένο στην άσφαλτο;

Το Min Kamp (Ο Αγών μου), είναι ένα βιβλίο που αποτελεί σπάνιο λογοτεχνικό φαινόμενο. Δημοσιεύθηκε στη Νορβηγία μεταξύ 2009 και 2011. Αμέσως δημιούργησε ένα διπλό σκάνδαλο, πρώτα από όλα εξ’ αιτίας του ομότιτλου χιτλερικού βιβλίου, και κατά δεύτερο λόγο εξαιτίας του υπαρξιακού, εξομολογητικού χαρακτήρα του, στο οποίο ο συγγραφέας εμπλέκει τον πατέρα, την γιαγιά, την πρώην και νυν σύζυγό του, και μεγάλο αριθμό φίλων. Όσο για το περιεχόμενο; Πρόκειται για ένα μακροπερίοδο κείμενο χωρίς ακριβή ειδολογική ταυτότητα (το ονόμασαν «αυθιστόρηση», ενώ ο ίδιος «μυθιστόρημα») με χαρακτηριστικό του μια ωμή ειλικρίνεια στα όρια του μαζοχισμού και μία σχεδόν παθολογική έφεση στις φαινομενικά ανούσιες λεπτομέρειες. Ένα παράδειγμα από περιγραφή οικογενειακής εκδρομής: «Μία αλογόμυγα με τσίμπησε στο πόδι. Τη χτύπησα με τόση δύναμη που κόλλησε στο δέρμα μου. Το τσιγάρο είχε απαίσια γεύση με τη ζέστη, αλλά εγώ συνέχιζα να εισπνέω αρειμανίως τον καπνό, κοιτώντας την κορυφή των ελάτων, καταπράσινων στο φως του ήλιου. Μια άλλη αλογόμυγα κάθισε στο πόδι μου. ‘Εντάξει’ είπα ενώ σηκωνόμουν, πήρα τα καλαμάκια από το μαλλί της γριάς του Βάνια και της Χάιντι και τα πέταξα σε ένα καλάθι». Και εδώ βρίσκεται το επίτευγμα: ο Κνάουσγκαρντ καταφέρνει, από τη μία στην άλλη λέξη, να μετατρέψει την τετριμμένη καθημερινότητα σε ένα εφαλτήριο από όπου ξεκινούν εκπληκτικά άλματα γνώσης, τα οποία έχουν ως αφετηρία την ψυχοσύνθεσή του με αποδέκτες τους ψυχισμούς αναγνωστών κάθε είδους. Ένας στους δέκα Νορβηγούς έχει διαβάσει το βιβλίο (500.000 αντίτυπα). Η δημοφιλία του έχει φθάσει σε σημείο παροξυσμού. Αφού μερικές εταιρίες έχουν προκηρύξει κάποιες μέρες Knausgard free, ώστε να αποφευχθεί η υπερβολική συζήτηση για το έργο μεταξύ των υπαλλήλων τους. Στην Αμερική, που κυκλοφόρησε σε 50.000 αντιτύπων, η κριτική είναι κατενθουσιασμένη. «Ένα παράξενο πολυεπίπεδο βιβλίο» (New York Review of Books). «Ενδιαφέρον ακόμα και όταν το βαριέσαι» (New Yorker), «προκαλεί περισσότερο εθισμό και από το κρακ» κατά την Ζάντι Σμιθ. Και πάει λέγοντας.

Ας επιστρέψουμε όμως στο εσωτερικό του μίνι πούλμαν, με την παρατημένη στη θήκη της πόρτας πορτοκαλάδα ενός από τα παιδιά του. Η διασημότητα ήρθε με πολύ μεγάλο προσωπικό κόστος. «Από τότε που έγραψα για τον αλκοολισμό του πατέρα μου και της γιαγιάς μου, η οικογένειά τους δεν θέλει να με ξαναδεί στα μάτια της», με διαβεβαιώνει.

Αυτές τις εξομολογήσεις θα τις έκανε εάν ήξερε τις συνέπειες; «Δεν θα το έκανα όσον αφορά μια μνηστή μου, με την οποία ήμουν μαζί τέσσερα χρόνια, και έγραψα ότι δεν την αγάπησα ποτέ. Για τα υπόλοιπα, εάν τα κατάφερνα, θα ήμουν ακόμα πιο ειλικρινής». Μου έρχονται στο νου τα μαθήματα του Φουκό στο Μπέρκλει πάνω στο δικαίωμα-υποχρέωση να λέγεται όλη η αλήθεια, όσο και αν κοστίζει. Η πρώτη του σύζυγος η οποία δεν χάρηκε και πολύ την περιγραφή της στο μυθιστόρημα, τον προκάλεσε σε ζωντανή ραδιοφωνική εκπομπή («Τώρα οι σχέσεις μας αποκαταστάθηκαν»). Η δεύτερη, η Λίντα Μπόστρομ, μια συγγραφέας η οποία του χάρισε 4 παιδιά, ηλικίας σήμερα από 10 ετών μέχρι 10 μηνών, είδε τα μανιοκαταθλιπτικά της συμπτώματα να εντείνονται. Στο δεύτερο τόμο ο Κνάουσγκαρντ ομολογεί ότι είχε φαντασιώσεις για μια καμαριέρα, μια δασκάλα και μια ταμία. «Στην ουσία κάθε γυναίκα που συναντάω σκέφτομαι πώς θα ήταν να κάνω έρωτα μαζί της. Όλοι οι άνδρες έχουν τέτοιες σκέψεις αλλά δεν τις αποκαλύπτουν. Το να ερωτευτείς είναι κάτι διαφορετικό». Γράφει: «Γνώρισα την Λίντα και βγήκε ο ήλιος». Για κάποιον σαν αυτόν, βαθύτατα εσωστρεφή («Κάποτε συμπλήρωσα από περιέργεια ένα ψυχιατρικό ερωτηματολόγιο πάνω στην κατάθλιψη και προέκυψε θετικό»), ο οποίος φαίνεται να θυμάται όλες τις φορές που γέλασε, είναι αξιοσημείωτο: «Μία από τις ωραιότερες στιγμές της ζωής μου. Από τότε ψάχνω πάντα, χωρίς να τα καταφέρω, να ξαναβρώ την ευτυχία που με είχε πλημμυρίσει, δίνοντάς μου την αίσθηση του αήττητου».

Το ειδύλλιο κράτησε έξι μήνες. Μετά αυτή η αίσθηση εξασθένησε «και ο κόσμος ξεπέρασε τις δυνατότητές μου». Ανανεώνεται για λίγο, όταν γεννιέται η Βάνια. Όμως η πρωτότοκη κόρη του θα τον κάνει να καταρρίψει και ένα άλλο ρεκόρ: «Ποτέ δεν είχα αισθανθεί τόση ανία όπως τον πρώτο καιρό που ήμουν μαζί της, όλη μέρα, κάθε μέρα. Ήξερα ότι το είμαι μαζί της ήταν το σωστό, το αναγκαίο, η υποχρέωση μου, εντούτοις, όμως, κουραζόμουν αφάνταστα ψυχικά». Αυτή η αίσθηση δεν είναι μονοπώλιό του, αλλά γνωρίζετε πολλά άτομα που θα έγραφαν κάτι τέτοιο; Κυρίως του έλειπε ο χρόνος για να γράψει. Διότι είναι η μοναδική ευκαιρία όπου κατορθώνει να πάρει σωτήριες αποστάσεις από τη σκληρή σύγκρουση με τα απωθημένα του: ας πούμε με τον πατέρα του, καθηγητή και φιλοτελικό, ο οποίος τον τρομοκρατούσε πολύ, πριν γίνει αλκοολικός.

Η συζήτηση μας διακόπτεται όπως είχε προβλεφθεί. Μια νορβηγίδα δημοσιογράφος ήρθε να του πάρει συνέντευξη σχετικά με τη δημοσίευση της αλληλογραφίας 500 σελίδων με τον φίλο του Φρέντερικ Έκελουντ κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Βραζιλίας. Κυκλοφορεί από τον Pelikanen, μικρό εκδοτικό οίκο για ανερχόμενους συγγραφείς, τον οποίο αγαπάει πάρα πολύ αλλά δεν τον ικανοποιεί οικονομικά. Και ενώ κλωτσάει μια μπάλα και ρίχνει κεφαλιές μπροστά σε μια φωτογράφο, η οποία έχει μείνει έκπληκτη από τη φωτογένεια του, παραδέχεται με απόλυτη σεμνότητα ότι λίγο τον ενδιαφέρουν κάποιες οικονομικές λεπτομέρειες, «θέλω απλώς να κερδίζω έστω και λίγα χρήματα».

Από όλη τη μακροσκελή συνέντευξη στη Νορβηγίδα εγώ καταλαβαίνω αρχικά μία λέξη: Minecraft, δηλαδή βιντεοπαιχνίδι, το οποίο αγαπάει ιδιαίτερα. Και στη συνέχεια τη λέξη Pirlo, που είναι το όνομα, βέβαια, ενός από τους αγαπημένους του ποδοσφαιριστές («κυνικός, ορθολογιστής, τέλειος»). Εκείνο το πρωί, πριν συναντηθούμε στο σταθμό, είχε ξυπνήσει στις τρεις για να γράψει ένα άρθρο υπέρ του Πέτερ Χάντκε, αγαπημένου του συγγραφέα.

Η αρχική καθυστέρηση προκάλεσε άλλες, σαν μια αλυσίδα σφαλμάτων που προστίθενται το ένα στο άλλο. Δεν πρόλαβε να φάει για μεσημέρι, αλλά άδειασε τέσσερα μεγάλα φλιτζάνια πολύ δυνατού καφέ. Καπνίζει σαράντα τσιγάρα την ημέρα. Ορκίζεται: «Θέλω να το κόψω πριν είναι πολύ αργά. Το αντιλήφθηκα πριν μερικές εβδομάδες, όταν μετά 25 χρόνια, ξαναενώσαμε το γκρουπ μας και δώσαμε 4 παραστάσεις στη Νορβηγία. Πρέπει να έχει κανείς δυνάμεις γι’ αυτά τα πράγματα». Μιλάει για ένα σκανδιναβικό ποπ-ροκ συγκρότημα. «Στο διάβολο η ακεραιότητα, αυτό είναι το νέο μου μότο» ανακοινώνει, με την έννοια της ελευθερίας να κάνει αυτό για το οποίο τον μάλωναν όταν ήταν παιδί, όπως το να παίζει μπάλα και να βαράει τα ντραμς. Ποιους ακούει; Σκέφτεται, πριν απαντήσει: « Μιντλέικ, Μπόνι ‘Πρινς’ Όλιβερ, Μπόν Ίβερ, Γουίλκο». Αγαπημένοι συγγραφείς; «Οι αμερικάνοι Μπεν Μάρκους και Ντόναλντ Άντριμ. Μου αρέσει και η Έλενα Φεράντε. Και από τους κλασικούς, ο Τζόυς, ο Καλβίνο, ο Κορταζάρ, ο Μπόρχες». Με αυτόν τον τελευταίο μοιάζει να μοιράζεται την φιλοδοξία να αναπαραγάγει σε κλίμακα 1 προς 1, όχι τόσο την βιβλιοθήκη του όσο τον πλήρη κατάλογο της καθημερινής ζωής, με τις πεζές ασχολίες (όπως να σπρώχνει το καροτσάκι, ή να αλλάζει πάνες), τις οποίες μέχρι σήμερα η λογοτεχνία έχει κρατήσει κατά μέρος. «Πρόκειται για μια αντίδραση στον κυρίαρχο μινιμαλισμό. Τείνω προς το μπαρόκ και θα ήθελα, όπως σε μερικές νεκρές φύσεις των Φλαμανδών του 17ου αιώνα, να δώσω ζωή και στα άψυχα πράγματα. Δεν συμφωνώ καθόλου με τη δημοσιογραφική αρχή show, don’t tell. Αντίθετα πιστεύω ότι από τις λέξεις, από τη συζήτηση για την πραγματικότητα, ξεκινούν νέα επίπεδα κατανόησης».

Στις 4 έπρεπε να πάρει την κόρη του από το σχολείο. Μιλάμε, κάνει λάθος στην έξοδο, καθυστερούμε. Τηλεφωνεί στο Γκέιρ, τον επιστήθιο φίλο του, να ειδοποιήσει τη δασκάλα. Ο Γκέιρ του έχει δηλώσει για το ταλέντο του: «Μπορείς να κάνεις περιγραφή 20 σελίδων για μία επίσκεψη στην τουαλέτα και να κάνεις τον αναγνώστη να δακρύσει» Όταν επιτέλους φτάνουμε, το κοριτσάκι, ξανθό και χλωμό όπως θα περίμενε κανείς, τον ρωτάει πότε τελείωσε ο πόλεμος στο Βιετνάμ. Για να φτάσουμε στο σπίτι του, ένα τέταρτο μακριά από το κέντρο («Αναζητούσα την ηρεμία, και εδώ τη βρήκα»), πρέπει να διασχίσουμε ένα δάσος, το οποίο στο σκοτάδι μοιάζει απειλητικό. Μένει με την οικογένειά του σε τρία ενωμένα ξύλινα σπιτάκια. Η γυναίκα του, η Λίντα, η οποία με χαιρετάει αφηρημένα, ετοιμάζει κεφτεδάκια πανομοιότυπα με αυτά του ΙΚΕΑ. Ο μικρός Τζον κάνει μια φευγαλέα εμφάνιση. Διασχίζοντας ένα είδος αυλής περνάμε στο σπιτάκι-γραφείο. «Δεν θα έχετε ξαναδεί τέτοια ακαταστασία» με προειδοποιεί. Το εσωτερικό θυμίζει τοπίο μετά την επιδρομή ναρκομανών διαρρηκτών. Σωροί βιβλίων στο πάτωμα, εκτός από αυτά που είναι τακτοποιημένα στις βιβλιοθήκες, κάνα δύο άδεια μπουκάλια βότκας, το απομεινάρια ενός μήλου. Στο διπλανό δωμάτιο τα ντραμς και το γραφείο με τον υπολογιστή. Στον αναγνώστη ο οποίος βλέπει ακόμα μπροστά του τις μακρόσυρτες σελίδες όπου αυτός και ο αδερφός του ξεκινάνε φασίνα με Άζαξ και χλωρίνη στο σπίτι του νεκρού πατέρα τους, το συγκεκριμένη σκηνικό θα δημιουργούσε συνειρμούς. Πόσο είναι παρούσα η ιδέα του θανάτου στη ζωή του; «Ό,τι κάνουμε είναι για να τον κρατάμε σε απόσταση, ας τον σκεφτόμαστε όσο το δυνατόν λιγότερο. Ζούμε σε μια κατάσταση μεγάλης αφαίρεσης. Η τηλεόραση είναι ένα μέσο φυγής. Όπως και η σπασμωδική φυγή από την ανία: ένα κενό που δεν μπορείς να το γεμίσεις μόνο με στοχαστικές σκέψεις. Έτσι δραπετεύουμε από αυτήν την υποχρεωτική παρουσία, γράφοντας στα κινητά ή ελέγχοντας τα μέιλ για να βρεθούμε δυνητικά αλλού».

Όσο για το παράδοξο με τον πατέρα του συμβαίνει το εξής: όσο ζούσε τον αισθανόταν μακριά του και τώρα που είναι νεκρός βρίσκεται κάθε μέρα μαζί του. Αυτή ήταν η μαύρη τρύπα του. Αυτός ως πατέρας πιο από τα σφάλματα του δικού του θα προσπαθήσει να μην επαναλάβει; «Το ότι ήταν απρόβλεπτος: εκνευριζόταν με το παραμικρό, παράλογα. Μπορούμε να χαστουκίσουμε ένα παιδάκι, αλλά πρέπει να υπάρχουν κανόνες».

Στο πιο χαμηλό ράφι της βιβλιοθήκης βλέπω δυο τόμους για τον Χίτλερ, φωτισμένους από μια λάμπα: «Μελέτησα πολύ για να τον αντιμετωπίσω στον έκτο τόμο. Και ήταν το πιο διασκεδαστικό κομμάτι της γραφής, διότι δεν έπρεπε να μιλήσω για τον εαυτό μου». Για να εξηγούμεθα, ήταν σοσιαλιστής στο Πανεπιστήμιο και θεωρεί τον εαυτό του προοδευτικό. «Το σχέδιο αρχικά θα λεγόταν Αργεντινή, μια χώρα των ονείρων, όπου πάντοτε ήθελα να πάω, και το οποίο περιείχε όλες τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες μου». Κάτι μου λέει ότι εκδοτικά το αποτέλεσμα θα ήταν διαφορετικό.

Τώρα για να συνοψίσουμε, ο «αγώνας» του τίτλου εναντίον τίνος είναι; «Εναντίον της ζωής που ζούσα και δεν ήταν δική μου. Προσπαθούσα να την κάνω δική μου, το πάλευα αλλά αποτύγχανα. Υπήρχε κάποιο πρόβλημα αλλά δεν ήξερα ποιο». Προσπάθησε να το καταλάβει, τόσο μακροπρόθεσμα όσο και στο παρόν μέσω της γραφής, την οποία περιγράφει ως εξής: «Ένα ψυχρό χέρι πάνω σε ένα ζεστό μέτωπο». Ίσως δεν είναι αρκετό, αλλά αυτό αναζητούμε όλοι.

Όποιος έχει την αντοχή να περιπλανηθεί στον μεγάλης ακριβείας κόσμο του Κνάουσγκαρντ, το βρίσκει αυτό και αποζημιώνεται σχεδόν από κάθε σελίδα.

Απόδοση : ΦΑΝΗ ΜΟΥΡΙΚΗ

Ο Ρικάρντο Σταλιανό (1968) είναι ιταλός συγγραφέας και δημοσιογράφος.

Ο Κάρλ Όβε Κνάουσγκαρτν (1968) είναι νορβηγός συγγραφέας.

Ο Μισέλ Φουκό (1926-1984) ήταν γάλλος φιλόσοφος, ιστορικός και κριτικός λογοτεχνίας.

Η Τζάντι Σπιθ (1975) είναι αγγλίδα πεζογράφος, δοκιμιογράφος και διηγηματογράφος.

Ο Φρέντερικ Έκελουντ (1977) είναι σουηδός μεσίτης, τηλεοπτικός ηθοποιός και συγγραφέας.

Ο Πέτερ Χάντκε (1942) είναι αυστριακός συγγραφέας, θεατρικός συγγραφέας και πολιτικός ακτιβιστής.

Οι Μιντλέικ είναι αμερικανικό γκρουπ ροκ, που δημιουργήθηκε το 1999.

Ο Μπόνι «Πρινς» Μπίλι (1970) -ψευδώνυμο του Γουίλ Όλντχαμ- είναι αμερικανός συνθέτης, τραγουδιστής και ηθοποιός.

Οι Μπον Ίβερ είναι αμερικανική φολκ μπάντα που δημιουργήθηκε το 2007 από τον συνθέτη-τραγουδιστή Τζάστιν Βέρνον.

Οι Γουίλκο είναι εναλλακτική αμερικάνικη ροκ μπάντα, που δημιουργήθηκε το 1994.

Ο Μπεν Μάρκους (1967) είναι αμερικανός συγγραφέας.

Ο Ντόναλντ Άντριμ (1958) είναι αμερικανός συγγραφέας.


Η Έλενα Φεράντε είναι ιταλίδα συγγραφέας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: