Δευτέρα 2 Απριλίου 2012

Ο Σόιμπλε ζητά αυστηρότερους μηχανισμούς δημοσιονομικής πειθαρχίας - την ίδια ώρα στη Γερμανία δίνονται αυξήσεις στους δημοσίους υπαλλήλους ύψους 6,3%



Μετά την υιοθέτηση του Συμφώνου Δημοσιονομικής  Πειθαρχίας στην ΕΕ η Γερμανία πιέζει για νέους αυστηρότερους περιορισμούς  και ελέγχους στα δημόσια οικονομικά των χωρών της ΕΕ.

 Σύμφωνα με πληροφορίες που δημοσιεύει το γερμανικό περιοδικό Spiegel, ο υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε προσανατολίζεται στην πρόταση να τεθεί η δημοσιονομική πειθαρχία των χωρών - μελών της ΕΕ υπό τον έλεγχο ανεξάρτητων ειδικών, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.

Το Spiegel, επικαλούμενο ένα εσωτερικό υπόμνημα του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών, αναφέρει ότι ο Β. Σόιμπλε σκοπεύει να προτείνει τη σύσταση επιτροπών στις οποίες θα συμμετέχουν ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, με αρμοδιότητα να επιβλέπουν τους προϋπολογισμούς των χωρών - μελών της Ευρωζώνης και ευρύτερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να επισημαίνουν «ασυνήθιστες εξελίξεις», ικανές να οδηγήσουν σε κρίση.

Το έγγραφο του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών διευκρινίζει ότι οι επιτροπές θα πρέπει επίσης να επαληθεύουν εάν οι εθνικές οικονομικές πολιτικές συμβαδίζουν με τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς, δηλαδή αν τηρούνται το Σύμφωνο Σταθερότητας και το νέο Δημοσιονομικό Σύμφωνο.

Σύμφωνα με το περιβάλλον του υπουργού, ένα ερώτημα που τίθεται είναι επίσης αν θα πρέπει να ενισχυθούν οι εξουσίες του Ευρωπαίου Επιτρόπου Οικονομικών Υποθέσεων, ο οποίος θα μπορούσε να υποχρεώνει τις χώρες να εφαρμόζουν τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς, χωρίς οι άλλοι Επίτροποι ή ο πρόεδρος της Κομισιόν να έχουν δικαίωμα αντίρρησης.

Με άλλα λόγια η επιβολή της «σιδηράς»  γερμανικής πειθαρχίας, του ιδιότυπου γερμανικού Ράιχ σε όλη την ΕΕ.

Κάτι που υπηρετεί απολύτως πρώτα απ’ όλα τα συμφέροντα του Βερολίνου, του μεγάλου γερμανικού κεφαλαίου.

Αφού η Γερμανία και εν μέσω κρίσης μπορεί να αξιοποιεί την προνομιακή της θέση και να αποκομίζει υπερκέρδη.

Έχει μειώσει, λοιπόν, την ανεργία, σημειώνει ρυθμούς ανάπτυξης πάνω από 2%.

Μπορεί, επίσης, να δανείζει «ακριβά» τους εταίρους που υφίστανται προβλήματα – όπως Ελλάδα, Πορτογαλία,  Ισπανία  - με επιτόκια που ξεπερνούν το 4 – 5%, ενώ η ίδια δανείζεται με 1-1,5%, ανατροφοδοτώντας  τη δική της ανάπτυξη.

Και να ικανοποιεί ορισμένες διεκδικήσεις τμημάτων των εργαζομένων  μέσα στην ίδια τη Γερμανία, όπως για παράδειγμα 2 και πλέον εκατομμυρίων δημοσίων υπαλλήλων.



6,5 % ή τουλάχιστον 200 ευρώ ζητούσαν τα συνδικάτα για τα περίπου 2 εκατομμύρια των εργαζόμενων στους δήμους και κοινότητες στη Γερμανία, 3,3 % σε μια διετία αντιπρότειναν οι εργοδότες και τελικά η συμφωνία «κλείδωσε» υπέρ των εργαζομένων στο 6,3 % σε μια διετία. Τα συνδικάτα απειλούσαν με μαζικές απεργιακές κινητοποιήσεις ενώ ήδη τις προηγούμενες εβδομάδες οι εργαζόμενοι είχαν προχωρήσει σε προειδοποιητικές απεργίες, προκαλώντας τεράστια προβλήματα, κυρίως στις συγκοινωνίες.

Για πρώτη φορά τα τελευταία δέκα χρόνια το συνδικάτο Verdi κατάφερε να πετύχει μια ουσιαστική αύξηση των μισθών στο δημόσιο. Οι αυξήσεις των συλλογικών συμβάσεων που είχαν επιτευχθεί το προηγούμενο διάστημα, κινούνταν στην καλύτερη περίπτωση στα επίπεδα του πληθωρισμού.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του 2006. Μετά από 16 εβδομάδες απεργιών που είχαν ταλαιπωρήσει ολόκληρη τη χώρα, τα αποτελέσματα της συλλογικής σύμβασης που επιτεύχθηκαν ήταν, μεταξύ άλλων, μια σχεδόν αμελητέα αύξηση των μισθού, η καθιέρωση νέων κατώτερων μισθών, η μείωση του επιδόματος υπερωριών και η δυνατότητα της αύξησης του ωραρίου εργασίας στις έως και 40 ώρες.






Φέτος τα πράγματα είναι διαφορετικά: η Γερμανία διανύει μια περίοδο οικονομικής ανάπτυξης και τα έσοδα του κράτους έχουν αυξηθεί. Με δεδομένη αυτή την κατάσταση ήταν σχεδόν αναμενόμενο ότι η αύξηση των μισθών θα διέφερε αισθητά από τις αυξήσεις της περασμένης δεκαετίας, που στην ουσία σήμαιναν είτε τη διατήρηση είτε τη μείωση του πραγματικού εισοδήματος.

Αξίζει να σημειωθεί ότι φέτος η αναγκαιότητα αισθητών και πραγματικών αυξήσεων δεν υποστηρίχθηκε μόνον από τους συνδικαλιστές. Πολιτικοί σχεδόν όλων των παρατάξεων, οικονομικοί αναλυτές ακόμη και επιχειρηματικοί κύκλοι εκφράστηκαν υπέρ των αυξήσεων προβάλλοντας ως βασικό επιχείρημα την αναγκαιότητα της αύξησης της εγχώριας αγοραστικής δύναμης: η Γερμανία ως χώρα εξαγωγών θα πρέπει να είναι σε θέση να αντισταθμίσει μια πιθανή μείωση της ζήτησης προϊόντων της από το εξωτερικό με την αύξηση της ζήτησης στο εσωτερικό. Στην επίτευξη αυτού του στόχου, έτσι η επιχειρηματολογία, προτίθεται να συμβάλλει η αύξηση των μισθών.

Όλα αυτά διευκολύνονται, βεβαίως, και από την υπερεκμετάλλευση των πιο αδύναμων  «εταίρων» της Γερμανίας στην ΕΕ.

Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που οι  θιασώτες της γερμανοποιημένης Ευρώπης, τύπου Σόιμπλε, ολοένα και με πιο θρασύ τρόπο προωθούν νέα σχέδια επιβολής ελέγχων και περιορισμών στα δημόσια οικονομικά των άλλων χωρών.

Με απλά λόγια να γενικευτεί το μοντέλο με τους γκαουλάιτερ – τοποτηρητές σε μια σειρά ‘απείθαρχες’ χώρες που θα πρέπει να εξαναγκαστούν να «συμμορφωθούν»  προς τις υποδείξεις  του Δημοσιονομικού Συμφώνου και φυσικά των γερμανών επικυρίαρχων.

Γι’ αυτό εύστοχη είναι η διαπίστωση του Γκρέγκορ Γκίζι, ηγέτη της γερμανικής Αριστεράς, ότι  "το Δημοσιονομικό Σύμφωνο απειλεί την οικονομία και τη δημοκρατία"  και ότι  «το ζητούμενο είναι να διατυπώσουν οι αριστερές δυνάμεις στην Ευρώπη μια εναλλακτική πρόταση για τη διέξοδο από την κρίση, να αγωνιστούν για μια πιο κοινωνική Ευρώπη».

Δεν υπάρχουν σχόλια: